ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΙΕΠ
Εδώ και δύο χρόνια, από τον Δεκέμβριο του 2015 που ανέλαβε το νέο Δ.Σ., το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής βρίσκεται σε μια πορεία αφενός εσωτερικής αναδιοργάνωσης και αφετέρου διαμόρφωσης μιας νέας εκπαιδευτικής πολιτικής, με επίκεντρο το δημοκρατικό σχολείο, την ισότητα σε εκπαιδευτικές δυνατότητες και μορφωτικά αποτελέσματα καθώς και την ανάκτηση του ενδιαφέροντος στη μάθηση.
Οι εσωτερικές διεργασίες είναι κρίσιμες γιατί το Ινστιτούτο είναι ένα εργαλείο σχεδιασμού και άσκησης πολιτικής, επομένως, για μια αριστερή κυβέρνηση, εργαλείο εξίσωσης, παροχής ουσιαστικών μορφωτικών ευκαιριών, αντισταθμιστικής παρέμβασης υπέρ όσων έχουν ανάγκη. Είναι, μέσα από αυτά, κατά πρώτο λόγο εργαλείο σχεδιασμού ενός διαφορετικού, κοινωνικά χειραφετημένου, δημοκρατικού μέλλοντος. Αυτό που με δυσκολίες και αντιστάσεις οικοδομείται τα δύο αυτά χρόνια, με οργανωτικές ανακατατάξεις και σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους των δραστηριοτήτων του ΙΕΠ, αξιώνει να συγκροτήσει και να εξασφαλίσει ένα υψηλής στάθμης επιστημονικό -ερευνητικό και παρεμβατικό- όργανο στη διάθεση πρωτοβουλιών δημοκρατικού εξορθολογισμού και ποιοτικής ανάπτυξης της σχολικής εκπαίδευσης.
Ενάντια στη σημασία του κοινωνικού σχεδιασμού και της εκπαιδευτικής ποιότητας, ενάντια δηλαδή στους όρους που καθιστούν κρίσιμη τη λειτουργία ενός ινστιτούτου σαν το ΙΕΠ, εγείρεται από παλιά ένα ψευδοεπιχείρημα που αντλεί από τις θεωρήσεις περί ιδεολογικών μηχανισμών και αναπαραγωγικών λειτουργιών. Οι υποστηρικτές του ξεχνούν πως είναι ακριβώς ο εφησυχασμός τού «έτσι κι αλλιώς δεν θα αλλάξει τίποτα» που εξασφαλίζει πως τίποτα δεν αλλάζει, που η κοινωνική αναπαραγωγή αποβαίνει αέναη επανάληψη του πάντα ίδιου, συντηρητική αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Πέρα από την εσωτερική -λειτουργική, στελεχική και περιεχομενική- ανασυγκρότηση, στα δύο χρόνια φροντίσαμε να αποκαταστήσουμε τη στιγματισμένη ταυτότητα του Ινστιτούτου. Κρίναμε απολύτως απαραίτητη και πρώτης προτεραιότητας την ολοκλήρωση και αποπληρωμή των προηγούμενων έργων, καθώς οι τεράστιες εκκρεμότητες αφορούσαν εκπαιδευτικούς. Συνάμα εξασφαλίσαμε διαφάνεια, συστηματικό σχεδιασμό αλλά και αποτελεσματική διαχείριση των έργων που αναλαμβάνει και συντονίζει το Ινστιτούτο.
Το κεντρικό μέλημα του εκπαιδευτικού σχεδιασμού είναι η ενίσχυση της αυτόνομης και αναστοχαστικής κρίσης των μαθητών, ώστε να μπορούν να μάθουν, να επιλέξουν, να ελέγξουν πληροφορίες και εξουσιαστικές αξιώσεις, να σταθούν ως σκεπτόμενα και ανεξάρτητα άτομα απέναντι σε κάθε απαίτηση αλλά και να δημιουργήσουν για τους εαυτούς τους και για τους γύρω τους μια ζωή με προοπτική. Σε αυτή την επιδίωξη, το κεντρικό ζητούμενο είναι η διαμόρφωση του πολίτη που αποζητά και μπορεί να στηρίξει τη δημοκρατία.
Η ενίσχυση λοιπόν της δημοκρατικής φυσιογνωμίας του σχολείου, της οργάνωσης και δομής του, των σχέσεων που το διέπουν και των προγραμμάτων σπουδών του, αποτέλεσε κύριο άξονα των προτάσεων που κατέθεσε το ΙΕΠ προς το υπουργείο. Σε αυτή τη λογική διαμορφώθηκαν εισηγήσεις για ενδοσχολικές λειτουργίες, για τη στήριξη των συλλόγων διδασκόντων, για την εξασφάλιση της δυνατότητάς τους να συμπροσδιορίζουν διαδικασίες και λειτουργίες. Και στην ίδια λογική προτάθηκαν αλλαγές περιεχομένου στα προγράμματα και τα υλικά. Τις προτάσεις αυτές το Ινστιτούτο τις παρουσίασε και τις υποστήριξε τόσο κατά τη διάρκεια του «Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία», κατά τον οποίο ανέλαβε συγκεριμένες ευθύνες, όσο και στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.
Σε αυτό το πλαίσιο ανήκουν οι προτάσεις για την καθιέρωση ενιαίου τύπου ολοήμερου δημοτικού σχολείου και για τη δημοκρατική αναμόρφωση των διαταγμάτων που ορίζουν τον τρόπο λειτουργίας των δημοτικών σχολείων και των νηπιαγωγείων, προτάσεις που έγιναν σε άμεση συνεργασία με επιτροπές του υπουργείου.
Στο ίδιο όμως πλαίσιο ανήκουν και οι πρωτοβουλίες του Ινστιτούτου για κρίσιμες τομές στα προγράμματα σπουδών, στον τρόπο διδασκαλίας και τις μεθόδους ανατροφοδότησης που διαμορφώνουν την παιδαγωγική σχέση. Το πρόγραμμα «Αναδιάρθρωση και εξορθολογισμός της ύλης στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση», οι ρυθμίσεις που επέτρεψαν τον περιορισμό των εξετάσεων και την απόδοση χρόνου στην καθαυτό εκπαιδευτική διαδικασία, η εφαρμογή «παγωμένων» προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, όπως των νέων προγραμμάτων διδασκαλίας των Θρησκευτικών, η απόφαση για αναμόρφωση των προγραμμάτων διδασκαλίας της Ιστορίας, η υποστήριξη των δίγλωσσων δομών στα σχολεία του εξωτερικού και βεβαίως όλες οι δράσεις στήριξης των προσφύγων μαθητών υπαγορεύονται από την ίδια παιδαγωγική και εκπαιδευτική έγνοια.
Κι ας είναι σαφές πως κάποιες φαινομενικά μικρότερες αλλαγές μπορεί να έχουν αποφασιστικότερη σημασία για την παιδαγωγική και διδακτική στόχευση του Ινστιτούτου. Πρόκειται για αλλαγές στο τι σημαίνει διδάσκω και μαθαίνω. Αλλαγές σαν κι αυτές που εισάγονται σήμερα, μετά από επιτυχή πιλοτική τους εφαρμογή, σε σχέση με την περιγραφική αξιολόγηση και τις δημιουργικές και συλλογικές εργασίες των μαθητών, αλλά σαν κι εκείνη της «θεματικής εβδομάδας». Αλλαγές σαν την επιδιωκόμενη διαφοροποιημένη διδασκαλία και την καθολική ενταξιακή παιδαγωγική, για τις οποίες το Ινστιτούτο καταθέτει πρόταση επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Και «φυσικά» δεχτήκαμε κάθε είδους καταγγελίες γι’ αυτές τις πρωτοβουλίες· οι αντιστάσεις εντός ενός συγκροτητικά συντηρητικού θεσμού είναι αναμενόμενα ισχυρές.
Αντιστάσεις συνάντησαν και τα δύο πιο πρόσφατα ζητήματα, η μελέτη των οποίων ανατέθηκε από την πολιτεία στο ΙΕΠ.
Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για ένα απολύτως κρίσιμο θέμα, χαρακτηριστικό της αδυναμίας των δημοκρατικών αρχών όταν τα συμφέροντα είναι ισχυρά: την απουσία διδακτικής προετοιμασίας για την πλειοψηφία των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εκτιμώντας πως το δομικό αυτό πρόβλημα θα πρέπει να λυθεί και να λυθεί υπέρ των μαθητών, διαμορφώσαμε μια πρόταση που στηρίζεται σε αυτόνομες πρωτοβουλίες δικτύωσης των πανεπιστημαικών τμημάτων, δεν αναιρεί υφιστάμενες δομές, καλύπτει με ευέλικτο τρόπο και χωρίς δίδακτρα όλους τους ενδιαφερόμενους, αλλά πάντως εγγυάται την ουσιαστική παιδαγωγική και διδακτική προετοιμασία των μελλοντικών εκπαιδευτικών.
Στη δεύτερη πρόκειται για την επανένταξη του Λυκείου, και ιδιαίτερα των δύο τελευταίων τάξεων, στη σχολική κανονικότητα. Η πρόταση του Ινστιτούτου για το Λύκειο διέπεται έτσι από δυο αρχές: εκείνη του δυνάμει ενιαίου και πολυκλαδικού του χαρακτήρα και εκείνη της ανάκτησης του ενδιαφέροντός του για τους μαθητές. Σε σχέση με το πρώτο, παλιά διεκδίκηση όλων των προοδευτικών δυνάμεων, ας σημειωθεί πως οι αντιστάσεις δεν είναι τόσο αθώες: προστατεύουν, ανεξάρτητα από ρητές προθέσεις, την απαξίωση του επαγγελματικού Λυκείου, επιβάλλουν τη θεωρητική ως μόνη αποδεκτή γνώση (αποστομωτική είναι εδώ η παραπομπή στα μουσικά και καλλιτεχνικά σχολεία).
Σε σχέση με το δεύτερο, που οδηγεί σε λιτό κοινό κορμό και μαθήματα εκτεταμένης εμβάθυνσης (κυρίως στη γ' Λυκείου), στα οποία δοκιμάζονται και επενδύονται τα ενδιαφέροντα των μαθητών, η ισχυρότερη διαφωνία διατυπώνεται στο όνομα της γενικής παιδείας. Δεν πρόκειται όμως για υποκριτική παραίνεση όταν μαθητές και εκπαιδευτικοί (είναι αναγκασμένοι να) κοιτάνε απλώς το φροντιστήριο; Και δεν ενέχει μια τέτοια στάση παραδοσιακό συνητηρητισμό, όταν παραβλέπει τις κοινωνικές ανάγκες σε διαφοροποίηση και τις παιδαγωγικές σε πλήρως αναπτυγμένες ατομικές κλίσεις; Ακόμα και κλίσεις σε ό,τι τώρα απαξιώνεται κοινωνικά ως τεχνικό ή χειρωνακτικό (αν και είναι ήδη χαρακτηριστικό με πόση ευκολία όλοι δέχονται την εξαίρεση των κοινωνικών επιστημών και φυσικά της τέχνης από την «κατ’ ελάχιστον απαραίτητη γενική παιδεία»). Πάντως όλοι θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο κάποιος δεν μας ακούει είναι επειδή δεν τον ενδιαφέρει αυτό που του λέμε - κυρίως στο σχολείο που δεν έχει επιλογή.
Και ταυτοχρόνως, δεν υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος για τον περιορισμό της απεύθυνσης των μαθητών στα φροντιστήρια από την πλήρη και χρονικά επαρκή κάλυψη στο σχολείο όλων όσα καλούνται να μάθουν, που θα πρέπει να είναι λίγα και σε βάθος.
Με τέτοιες κατευθυντήριες και έναν τέτοιο σχεδιασμό κινείται το Ινστιτούτο και ως προς την ευρύτερη σημερινή του πρωτοβουλία, την αναμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών. Εκκινώντας ταυτοχρόνως από τη θεμελίωση των γνώσεων και ικανοτήτων στο Δημοτικό και κινούμενο προς τη δεύτερη βαθμίδα, αλλά και αντιστρόφως, από την αναδομημένη απόληξη του Λυκείου προς τα κάτω, διαπιστώνοντας τι θα πρέπει να έχει κατακτηθεί ώστε να ολοκληρώνονται με το απολυτήριο οι μορφωτικοί στόχοι μιας δεκατετράχρονης εκπαίδευσης.
Κι είναι κοινωνιολογικά ενδιαφέρον πως κανείς σχεδόν δεν μας ρωτάει για το περιεχόμενο, ενώ όλοι μας ρωτάνε για τις «αναθέσεις». Η στάση αυτή αντανακλά μια δομική στρέβλωση που θα πρέπει να μας απασχολήσει και μάλιστα σε συνάρτηση με την προετοιμασία των μελλοντικών δασκάλων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Και μια τελευταία παρατήρηση για το απολυτήριο. Αν μας ενδιαφέρει να αποτυπώνει κάτι με κοινωνικά και θεσμικά αναγνωρισμένο τρόπο, θα πρέπει να μπορούμε, να μπορεί δηλαδή η πολιτεία, να μπορεί η εκπαίδευση, να μπορούν οι εκπαιδευτικοί να αναλάβουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν ό,τι απαιτεί ένα τέτοιο απολυτήριο, την προετοιμασία δηλαδή όλων των μαθητών γι’ αυτό, όποια κι αν είναι η κλίση τους. Το κοινό και το ισότιμο δεν σημαίνουν ταυτόσημο.
[
Αναδημοσίευση από την "Αυγή"]