Περιλήψεις Εισηγήσεων
Εκπαίδευση – Παιδαγωγική
Ευαγγελία Κανταρτζή
Διευθύντρια του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης
Η εξέλιξη της εικονογράφησης στα σχολικά εγχειρίδια
Η ιστορία της εικονογράφησης των σχολικών εγχειριδίων ακολουθεί και παρακολουθεί την εξέλιξη της τέχνης, την ιστορία του σχολικού βιβλίου και την ιστορίας της εκπαίδευσης. Καθώς η εικονογράφηση των σχολικών εγχειριδίων διαδραματίζει καίριο ρόλο στην αποτελεσματικότητα με την οποία τα σχολικά βιβλία επιτελούν τις κύριες λειτουργίες τους, η εισαγωγή της εικόνας στην ιστορία του σχολικού βιβλίου ξεκίνησε πολύ νωρίς διατρέχοντας πολλά στάδια στην πορεία των αιώνων. Η εικονογράφηση των σχολικών εγχειριδίων πέρα από την αισθητική λειτουργία που επιτελεί, ως αυτόνομη μορφή τέχνης, συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων του σχολικού βιβλίου, στην κατανόηση και αποκωδικοποίηση του περιεχομένου, στην εξοικείωση με τον οπτικό γραμματισμό και τα πολυτροπικά κείμενα. Στην εισήγηση αυτή θα παρουσιαστούν οι σημαντικότεροι σταθμοί της ιστορίας της εικονογράφησης και οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες που άφησαν το αποτύπωμά τους στις σελίδες των σχολικών βιβλίων.
Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης
Καθηγητής, Ε.Κ.Π.Α.
«Βιβλία για τα Ελληνόπουλα»: Η πρωτοβουλία του Εκπαιδευτικού Ομίλου «σα συμπλήρωμα της αγωγής του σχολείου»
Η παιδαγωγική και κοινωνική δραστηριότητα του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910-1927) πραγματοποιήθηκε και χάρη στην έκδοση ενός αριθμού βιβλίων και φυλλαδίων, τα περισσότερα των οποίων εντάχθηκαν σε συγκεκριμένες σειρές. Μία εξ αυτών υπήρξε η «Παιδική Βιβλιοθήκη», η οποία περιέλαβε συγκριτικά αρκετές αυτοτελείς εκδόσεις και υπήρξε η σημαντικότερη απ’ όλες. Με την εξαγγελία της σειράς αυτής και ασφαλώς μέσα από τα έργα της διαπιστώνεται η ιστορική πρωτοβουλία των κορυφαίων μελών του Εκπαιδευτικού Ομίλου –κυρίως του μετριοπαθούς γλωσσολόγου Μανόλη Τριανταφυλλίδη και του καινοτόμου παιδαγωγού Αλέξανδρου Δελμούζου– για τη συγγραφή λογοτεχνικών βιβλίων για παιδιά και η παιδαγωγική σημασία που εκείνοι απέδιδαν στο εγχείρημα. Με την προσπάθεια αυτή υποδηλώνεται «άτυπα» και ένας παιδαγωγικός προγραμματισμός: εξαίρεται η «μορφωτική δύναμη», η «χρησιμότητα» και η «ωφέλεια» του λογοτεχνικού βιβλίου, δηλώνεται η ανάγκη να συμπληρώνουν τα λογοτεχνικά βιβλία τη σχολική αγωγή, επιζητείται η λειτουργική θέση τους μέσα στο σχολείο και τονίζεται η συμβολή τους στην επίτευξη «αληθινής μόρφωσης». Παράλληλα διαπιστώνεται και η ανυπαρξία σημαντικής παράδοσης στον τομέα της συγγραφής λογοτεχνικών βιβλίων για παιδιά.
Γιάννης Μπέτσας
Επίκουρος Καθηγητής, Α.Π.Θ.
Γλωσσικό ζήτημα και σχολικά εγχειρίδια στο πλαίσιο της «γραμματικής του σχολείου»
Το γλωσσικό ζήτημα συνιστά για την ελληνική κοινωνία μια πολυκύμαντη διαμάχη που έχει τις ρίζες της βαθιά μέσα στον χρόνο και αντανακλά ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις. Οι πνευματικές ελίτ που πρωταγωνίστησαν στη διαμάχη αυτή αντιμετώπισαν κατά κανόνα τον σχολικό χώρο ως αγωγό ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής που όφειλε να εγχαράξει στις νέες γενιές αξίες και πεποιθήσεις και να τις προστατεύσει από ανταγωνιστικές προσεγγίσεις της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας. Έως τη λύση του γλωσσικού ζητήματος, τα σχολικά εγχειρίδια αποτυπώνουν, εκτός των άλλων, κρίσιμες παραμέτρους της αντιπαράθεσης γύρω από τη γλώσσα και τη διδασκαλία της, τη μορφή της, την ορθογραφία της, την τονική μεταρρύθμιση. Στο πλαίσιο της γλωσσικής διαμάχης, το σχολικό εγχειρίδιο, ιδιαίτερα αυτό που συνδέεται με τα γλωσσικά μαθήματα, καλείται είτε να αποκρυσταλλώσει την υπάρχουσα γνώση είτε να γίνει η πρώτη ύλη στο σχολικό εργαστήρι μιας νέας γλωσσικής συμπεριφοράς και συνείδησης, που πολλές φορές βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Άλλωστε, όπως επισημαίνουν οι σύγχρονες προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί διεθνώς στην ιστορική έρευνα των σχολικών εγχειριδίων, το διδακτικό υλικό αποτελεί μέρος της «γραμματικής του σχολείου», ενσωματώνεται στη δομή της διδασκαλίας και αποκτά νόημα σε σχέση με το ευρύτερο σχολικό πλαίσιο. Βάσει των παραπάνω, η ανακοίνωση, που αποσκοπεί να συζητήσει την αντανάκλαση του γλωσσικού ζητήματος στα σχολικά εγχειρίδια, αρχικά θα εστιάσει στις συνέχειες και τις αλλαγές που επικαθόρισε η γλωσσική διαμάχη στη γλώσσα των βιβλίων και στη συνέχεια θα επιχειρήσει να επικεντρωθεί σε ορισμένα παραδείγματα εγχειριδίων γλωσσικής διδασκαλίας συζητώντας την κανονικοποίηση μοτίβων γνώσης και κατανόησης του κόσμου που επιχειρούν τα συγκεκριμένα βιβλία με τη γλώσσα τους, το περιεχόμενο, την πολυτροπικότητα και τη φυσική υλικότητά τους.
Κυριάκος Θ. Μπονίδης
Αναπληρωτής Καθηγητής, Α.Π.Θ.
Εκπαιδευτικές θεωρίες και «μοντέλα» προγραμμάτων σπουδών και σχολικών βιβλίων
Στην παρούσα εισήγηση παρουσιάζω, καταρχάς, τα έξι διαφορετικά «μοντέλα» προγραμμάτων σπουδών και σχολικών βιβλίων που έχουν αναδείξει, αντίστοιχα, οι έξι επιμέρους εκπαιδευτικές θεωρίες που αρθρώθηκαν από το Διαφωτισμό και εξής. η ρεαλιστική ακαδημαϊκή-λόγια, η ερμηνευτική, η εμπειρική-συμπεριφοριστική της κοινωνικής αποτελεσματικότητας, η παιδοκεντρική πραγματιστική και η εποικοδομητική, η αναδομιστική κριτική, αλλά και η σύγχρονη μετανεωτεριστική. Ταυτόχρονα, αναφέρομαι στο διαφορετικό ρόλο που δίνει στο (σχολικό) βιβλίο η καθεμιά από τις θεωρίες αυτές, αλλά και στη διεθνή πρακτική του πολλαπλού σχολικού βιβλίου, στη σύγχρονη συζήτηση αναφορικά με τη μορφή του έντυπου ή ψηφιακού βιβλίου ή την κατάργηση του σχολικού βιβλίου. Στη συνέχεια, συζητώ τα αποτελέσματα της πολυδιάστατης έρευνας και αξιολόγησης εν χρήσει σχολικών βιβλίων που έχει διεξαχθεί στην Ελλάδα κατά την τελευταία εικοσαετία, με θέματα: i. τα δομικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του κειμένου και του περι-κειμένου τους, ii. οι εκπαιδευτικές θεωρίες που αντλούν, iii. η σχέση τους με το πρόγραμμα σπουδών, iv. η παιδαγωγική και διδακτική-μεθοδολογική καταλληλότητά τους, v. το περιεχόμενό τους και η επιστήμη αναφοράς και vi. οι θεματικές τους, η προθετικότητα, η ποιότητα των πληροφοριών και η σύγχρονη κοινωνία. Τέλος, βάσει της γνώσης που έχει παραγάγει η παραπάνω έρευνα, συζητώ πιθανές προοπτικές του σχολικού βιβλίου στην ελληνική εκπαίδευση.
Δημήτρης Χαραλάμπους
Καθηγητής, Α.Π.Θ.
Πολιτικές για τα σχολικά εγχειρίδια στη διαδρομή του ελεύθερου ελληνικού κράτους
Στην εισήγηση αυτή θα παρουσιαστούν οι πολιτικές που ασκήθηκαν για τα σχολικά βιβλία από το επίσημο ελληνικό κράτος από το 1836 έως σήμερα. Πιο συγκεκριμένα, κατά το 19ο αιώνα αποκρυσταλλώνονται οι τρεις βασικές πολιτικές, οι οποίες θα ανακυκλώνονται στο επόμενο διάστημα. Πρόκειται για την πολιτική του κρατικού μονοπωλίου, η οποία κάνει την εμφάνισή της το 1836, αλλά αποδεικνύεται βραχύβια καθώς, ως φαίνεται, την ακυρώνουν οι αντιδράσεις του ιδιωτικού τομέα που τον συγκροτούν κυρίως οι συγγραφείς σχολικών βιβλίων, οι βιβλιοπώλες και οι τυπογράφοι. Έτσι, από το 1838 έως το 1882 επικρατεί η πολιτική που επιθυμούσε ο ιδιωτικός τομέας, δηλαδή η πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η πολιτική, όμως, αυτή, στο πλαίσιο της τότε ελληνικής κοινωνίας, με τις έντονες πελατειακές σχέσεις και εξαρτήσεις, ανέδειξε πλήθος τρωτών στοιχείων και πάνω απ’ όλα μια πρωτοφανή διαφθορά που λειτούργησε ως μάστιγα για μαθητές και οικογένειες. Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα η κυβέρνηση Τρικούπη αναλαμβάνει την πολιτική πρωτοβουλία και καθιερώνει, το 1892, την πολιτική του ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού, η οποία θα διαρκέσει έως και το 1895 και θα αντικατασταθεί και πάλι από την πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Το 1937 θα θεσπιστεί από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου η πολιτική του κρατικού μονοπωλίου, δια του Οργανισμού Έκδοσης Σχολικών Βιβλίων, η οποία θα παγιωθεί και θα μακροημερεύσει χωρίς κριτική αμφισβήτηση, εξαιτίας των πολιτικών περιπετειών του εμφυλίου αλλά και των ιδιαίτερων συνθηκών του μετεμφυλιακού κράτους. Η πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου και του ενός και μοναδικού βιβλίου ανά μάθημα θα σημειωθεί το 1989, στο προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας. Αρχικά η ΝΔ με ένα, μάλλον ασαφές, τρόπο έδειχνε να υιοθετεί την πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ωστόσο, κατά την υπουργία του Γεωργίου Σουφλιά, προέταξε την πολιτική του πολλαπλού βιβλίου, δηλαδή την πολιτική του ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού. Η πολιτική αυτή που προβλήθηκε από τη ΝΔ, ψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ, κατά την υπουργία του Γεράσιμος Αρσένη, με το Ν. 2525/1997. Αν και τα δύο κόμματα εξουσίας συναινούσαν ως προς τον απεγκλωβισμό της ελληνικής εκπαίδευσης από την πολιτική του κρατικού μονοπωλίου και άρχισε συγκρατημένα η υλοποίηση του πολλαπλού βιβλίου, ο νέος υπουργός Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, Πέτρος Ευθυμίου, θα αναστείλει την πολιτική αυτή, πράγμα που στη “διάλεκτο” της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής σήμαινε την κατάργησή της. Έκτοτε η πολιτική του κρατικού μονοπωλίου κυριάρχησε χωρίς ρωγμές, έστω και αν επανέκαμψαν οι ιδιωτικοί εκδοτικοί οίκοι στη διαδικασία παραγωγής των νέων σχολικών βιβλίων.
Η κατάργηση του ΟΕΔΒ και η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων του στον Διόφαντο δεν συνοδεύτηκε από την αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου ή του ενός και μοναδικού βιβλίου. Έως και σήμερα συνεχίζει το ταξίδι της στον ελληνικό χωροχρόνο, αλλά πλέον μέσα σε ένα βαλκανικό, ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο.
Το 1937 θα θεσπιστεί από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου η πολιτική του κρατικού μονοπωλίου, δια του Οργανισμού Έκδοσης Σχολικών Βιβλίων, η οποία θα παγιωθεί και θα μακροημερεύσει χωρίς κριτική αμφισβήτηση, εξαιτίας των πολιτικών περιπετειών του εμφυλίου αλλά και των ιδιαίτερων συνθηκών του μετεμφυλιακού κράτους. Η πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου και του ενός και μοναδικού βιβλίου ανά μάθημα θα σημειωθεί το 1989, στο προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας. Αρχικά η ΝΔ με ένα, μάλλον ασαφές, τρόπο έδειχνε να υιοθετεί την πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ωστόσο, κατά την υπουργία του Γεωργίου Σουφλιά, προέταξε την πολιτική του πολλαπλού βιβλίου, δηλαδή την πολιτική του ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού. Η πολιτική αυτή που προβλήθηκε από τη ΝΔ, ψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ, κατά την υπουργία του Γεράσιμος Αρσένη, με το Ν. 2525/1997. Αν και τα δύο κόμματα εξουσίας συναινούσαν ως προς τον απεγκλωβισμό της ελληνικής εκπαίδευσης από την πολιτική του κρατικού μονοπωλίου και άρχισε συγκρατημένα η υλοποίηση του πολλαπλού βιβλίου, ο νέος υπουργός Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, Πέτρος Ευθυμίου, θα αναστείλει την πολιτική αυτή, πράγμα που στη “διάλεκτο” της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής σήμαινε την κατάργησή της. Έκτοτε η πολιτική του κρατικού μονοπωλίου κυριάρχησε χωρίς ρωγμές, έστω και αν επανέκαμψαν οι ιδιωτικοί εκδοτικοί οίκοι στη διαδικασία παραγωγής των νέων σχολικών βιβλίων.
Η κατάργηση του ΟΕΔΒ και η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων του στον Διόφαντο δεν συνοδεύτηκε από την αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου ή του ενός και μοναδικού βιβλίου. Έως και σήμερα συνεχίζει το ταξίδι της στον ελληνικό χωροχρόνο, αλλά πλέον μέσα σε ένα βαλκανικό, ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο.
Γλώσσα (Αρχαία και Νέα Ελληνική)
Ευάγγελος Αλεξίου
Καθηγητής, Α.Π.Θ.
Τα διδακτικά εγχειρίδια των Αρχαίων Ελληνικών στο Λύκειο: η προοπτική ενός διαλεκτικού ανθρωπισμού
O όρος «διαλεκτικός ανθρωπισμός», τον οποίο προτείνω, προβάλλει μια σύγχρονη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών κειμένων σε μια διαλεκτική σχέση του παρόντος με το παρελθόν, μακριά τόσο από έναν εξιδανικευτικό ανθρωπισμό όσο και από έναν στείρο φιλολογικό ιστορισμό. Στην εισήγησή μου θα δείξω με συγκεκριμένα παραδείγματα πώς τα σύγχρονα διδακτικά εγχειρίδια των αρχαίων ελληνικών στο Λύκειο πρέπει να συμβάλουν στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος των μαθητών, την όξυνση της κριτικής τους σκέψης, την παραγωγή γραπτού και προφορικού λόγου και τη δημιουργία εν τέλει μιας ελεύθερης προσωπικότητας. Ο Θουκυδίδης, ο Σοφοκλής, ο Ισοκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης καλούνται να είναι πάντοτε «ζωντανές παρουσίες», όχι στεγνά κείμενα.
Νικόλαος Κ. Αλέφαντος
Διδάκτωρ στη Διδασκαλία και Αξιολόγηση της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Ε.Κ.Π.Α., Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
1987 – 2021: Τα σχολικά εγχειρίδια της Νεοελληνικής Γλώσσας στο Λύκειο και η διδακτική καταλληλότητά τους με κριτήριο τα νέα δεδομένα που χαρακτηρίζουν τη γλωσσική διδασκαλία
Η εισαγωγή του μαθήματος «Έκθεση-Έκφραση» στο Λύκειο και η συστηματοποίησή του με τα αντίστοιχα διδακτικά βιβλία για κάθε τάξη ήρθε να καλύψει το πραγματικά τεράστιο κενό που υπήρχε στον τομέα της γλωσσικής διδασκαλίας του Λυκείου. Πλέον άρχισε να σκιαγραφείται μια σταδιακή στροφή της γλωσσικής διδασκαλίας στην επικοινωνιακή προσέγγιση της γλώσσας, στροφή που είχε ήδη αποτυπωθεί στο Γυμνάσιο με το Αναλυτικό Πρόγραμμα του 1984. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι σε ποιον βαθμό τα διδακτικά βιβλία, αν και στην εποχή τους αποτέλεσαν τομή για τη διδασκαλία της Γλώσσας, ανταποκρίνονται πλέον στα νέα δεδομένα που προσδιορίζουν τη μεθόδευση της διδακτικής πρακτικής στη βάση της κειμενοκεντρικής διδασκαλίας και της παιδαγωγικής των πολυγραμματισμών.
Βασίλειος Π. Βερτουδάκης
Επίκουρος Καθηγητής, Ε.Κ.Π.Α.
Διδακτικά εγχειρίδια των φιλολογικών μαθημάτων σε ένα «κλασικό σχολείο»
Στην εισήγηση θα αναπτύξω ορισμένες ιδέες που αφορούν στα διδακτικά εγχειρίδια της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας —πρωτότυπης και μεταφρασμένης—, καθώς επίσης και της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Στόχος είναι να ενισχυθεί η γλωσσική αυτογνωσία των μαθητών και η ευρωπαϊκή διάσταση της παιδείας, σε συνδυασμό με τη μύησή τους στον δυτικό κανόνα και την αναγνωστική ηδονή των μεγάλων λογοτεχνικών έργων. Οι ιδέες αυτές μπορούν να προσαρμοστούν στο σημερινό Γυμνάσιο και Λύκειο και να βρουν ενισχυμένη εφαρμογή σε ένα ειδικό τύπο προτύπων σχολείων με προσανατολισμό την ανθρωπιστική παιδεία, την ίδρυση των οποίων έχω προτείνει.
Γεωργία Κ. Κατσαγάνη
Διδάκτωρ Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, πρώην Σύμβουλος Α΄ στο Ι.Ε.Π.
Τα σχολικά βιβλία των Αρχαίων Ελληνικών από το 1836 έως το 1936: Παιδαγωγική, κοινωνική και ιστορική προσέγγιση
Στην εισήγηση θα καταβληθεί προσπάθεια να αναδειχθούν τα βασικά χαρακτηριστικά των σχολικών βιβλίων της περιόδου 1836 – 1936. Θα παρουσιαστούν τα εφαρμοσθέντα Αναλυτικά Προγράμματα, θα αιτιολογηθεί αδρομερώς η επιλογή των ανθολογημένων προς διδασκαλία αρχαίων συγγραφέων στις εκάστοτε βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, και θα ερμηνευτούν οι, κατά καιρούς, επιλογές του ελληνικού κράτους για την έκδοση των σχολικών βιβλίων. Στόχος της εισήγησης είναι η ολοκληρωμένη, κατά το δυνατόν, αξιολόγηση της επίδρασης του ιδεολογικού υποβάθρου της ελληνικής κοινωνίας και των ποικίλων παιδαγωγικών θεωριών στις παραπάνω επιλογές.
Βασίλειος Μπετσάκος
Διδάκτωρ στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
Συγγραφή σχολικού βιβλίου και ομάδα εργασίας: θεσμική-ακαδημαϊκή εποπτεία και διδακτική-αξιολογική εμπειρία
Η ανακοίνωση εστιάζει στη συγγραφή ενός σχολικού βιβλίου. Με δεδομένο ότι η πολυπλοκότητα του συγκεκριμένου εγχειρήματος προϋποθέτει ομαδικό τον χαρακτήρα της εργασίας, τονίζεται η σημασία:
α) της συγκρότησης μιας σχετικά ομοιογενούς ομάδας εργασίας,
β) της ανάπτυξης διεργασιών ώσμωσης μεταξύ των μελών, και κυρίως:
γ) της αποτελεσματικής σύγκρασης:
• του εποπτικού ρόλου, που ασκείται από θεσμικούς και ακαδημαϊκούς εταίρους της συγγραφής
• του συγγραφικού ρόλου, που ασκείται από προσοντούχους και έμπειρους στη διδασκαλία και την αξιολόγηση εκπαιδευτικούς.
α) της συγκρότησης μιας σχετικά ομοιογενούς ομάδας εργασίας,
β) της ανάπτυξης διεργασιών ώσμωσης μεταξύ των μελών, και κυρίως:
γ) της αποτελεσματικής σύγκρασης:
• του εποπτικού ρόλου, που ασκείται από θεσμικούς και ακαδημαϊκούς εταίρους της συγγραφής
• του συγγραφικού ρόλου, που ασκείται από προσοντούχους και έμπειρους στη διδασκαλία και την αξιολόγηση εκπαιδευτικούς.
Αμφιλόχιος Παπαθωμάς
Καθηγητής, Ε.Κ.Π.Α.
Διδακτικά εγχειρίδια της Αρχαίας Ελληνικής και επιστημονικότητα
Η Αρχαία Ελληνική Φιλολογία είναι ένας δυναμικός επιστημονικός κλάδος με μακρά παράδοση και αλματώδη εξέλιξη κατά τον εικοστό και τον εικοστό πρώτο αιώνα. Στην εισήγησή μου θα θέσω το ερώτημα εάν και κατά πόσον τα εκάστοτε νέα επιστημονικά πορίσματα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας αφομοιώθηκαν και αξιοποιήθηκαν στα διδακτικά εγχειρίδια των Αρχαίων Ελληνικών που χρησιμοποιήθηκαν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της χώρας μας. Θα εξεταστούν επιμέρους περιοχές, όπως, για παράδειγμα, το λεξιλόγιο, η γραμματική, το συντακτικό, καθώς επίσης και οι προσφερόμενες πληροφορίες πραγματολογικού και γραμματολογικού χαρακτήρα. Η εξέταση του υλικού καταδεικνύει ότι έχουν υπάρξει περιπτώσεις αναπαραγωγής πεπαλαιωμένων και λανθασμένων δεδομένων και προτείνονται τρόποι για την αποφυγή τέτοιων σφαλμάτων στο μέλλον.
Μενέλαος Χριστόπουλος
Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πατρών
Όψεις της διδασκαλίας της Αντιγόνης στα διδακτικά εγχειρίδια
Η ανακοίνωση επιχειρεί να δείξει τις αντιλήψεις, την εκπαιδευτική στοχοθεσία αλλά και τις κοινωνικές και ιδεολογικές παραμέτρους που σχετίζονται με τη διδασκαλία της σοφόκλειας Αντιγόνης, όπως αυτές αποτυπώνονται στα σχολικά εγχειρίδια της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε διάφορες χρονικές στιγμές του νεοελληνικού βίου.
Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
Βενετία Αποστολίδου
Καθηγήτρια, Α.Π.Θ.
Από το ανθολόγιο στον φάκελο υλικού και τα δίκτυα κειμένων
Το ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων υπήρξε πάντοτε το σχολικό εγχειρίδιο στο οποίο βασίστηκε η διδασκαλία της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση. Είναι γνωστοί οι διδακτικοί περιορισμοί που επιβάλλει το είδος αυτό του βιβλίου και θα εκτεθούν συνοπτικά στην αρχή της ανακοίνωσης. Πολύ πρόσφατα, το 2019, με την τελευταία μεταρρύθμιση που έγινε στη διδασκαλία της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας στην Γ΄ Λυκείου, εισήχθηκε ένας νέος τύπος βιβλίου για το μάθημα της λογοτεχνίας που ονομάζεται «Φάκελος υλικού – Δίκτυα κειμένων». Θα εξεταστούν οι ειδοποιές διαφορές του νέου είδους σχολικού βιβλίου από τα παραδοσιακά ανθολόγια, κυρίως ως προς τις διδακτικές πρακτικές τις οποίες προϋποθέτουν ή/και προωθούν.
Λάμπρος Βαρελάς
Αναπληρωτής Καθηγητής, Α.Π.Θ.
Νεότεροι έλληνες λογογράφοι και ποιητές στο Ελληνικό Σχολείο (1884): Ιδεολογικοί στόχοι και επιλογές κειμένων
Στην προτεινόμενη ανακοίνωση θα εξεταστεί η εισαγωγή της νεοελληνικής γραμματείας και λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, για πρώτη φορά το 1884 με πρωτοβουλία του Νικόλαου Γ. Πολίτη, τμηματάρχη τότε του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Θα αναδειχθούν ειδικότερα οι ιδεολογικοί στόχοι που υποκίνησαν τη νέα αυτή επιλογή στο πλαίσιο του μαθήματος των «Ελληνικών» και θα γίνει επισκόπηση των γραμματειακών και λογοτεχνικών κειμένων που επιστρατεύτηκαν για την επίτευξή τους.
Τασούλα Καραγεωργίου
δ.φ., Επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων
Το εγχειρίδιο Νεοελληνική Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης: η κατάθεση μιας προσωπικής εμπειρίας και το όραμα της ανανέωσης στη διδασκαλία του μαθήματος
Στην εισήγηση θα γίνει κατάθεση προσωπικής εμπειρίας αντλημένης από την προσωπική συμμετοχή στη συγγραφή αλλά και στην επιμέλεια του βιβλίου «Νεοελληνική Λογοτεχνία», το οποίο σε πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε από τον ΟΕΔΒ το 1999 και είχε, ως κύριους αποδέκτες, τους μαθητές της Γ΄ Λυκείου που είχαν επιλέξει τη Θεωρητική Κατεύθυνση. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσει τη σταδιακή νόθευση των στόχων που προκάλεσαν τη συγγραφή και τη διδασκαλία του εγχειριδίου, οφειλόμενη, κατά κύριο λόγο, στη φροντιστηριοποίηση του μαθήματος. Παράλληλα, θα εξετασθούν οι καινοτομίες και τα οφέλη που προέκυψαν από τη μακρόβια (εικοσαετή σχεδόν) διδασκαλία του βιβλίου, το οποίο περιέλαβε ολοκληρωμένα εκτενέστερα κείμενα (ποιητικά ή πεζά), θεματικές ενότητες, προσωπογραφίες λογοτεχνών και, σε παράρτημα, ποικίλα παράλληλα συνοδευτικά κείμενα, όπως και αποσπάσματα κριτικογραφίας.
Χρυσάνθη Κουμπάρου
δ.φ., Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων
Η ελληνική επανάσταση του 1821 στις σελίδες των σχολικών εγχειριδίων της Λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (1884-2021)
Από το 1884 που εισάγεται στο σχολικό πρόγραμμα της Μέσης/Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης το μάθημα των Νέων Ελληνικών/Λογοτεχνίας έως σήμερα, στα σχολικά εγχειρίδια του μαθήματος, δηλαδή στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα και στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ανθολογούνται αδιάλειπτα πάρα πολλά κείμενα που αναφέρονται σε πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις και συναισθήματα σχετικά με την επανάσταση των Ελλήνων κατά του Οθωμανικού ζυγού. Μέσα από τις σελίδες αυτών των σχολικών βιβλίων, τα δημοτικά τραγούδια, οι μείζονες και ελάσσονες ανθολογημένοι συγγραφείς (λογοτέχνες, ιστορικοί, λόγιοι) και οι διάφοροι καλλιτέχνες προσκαλούν όλες τις γενιές των μαθητών και μαθητριών να ζήσουν νοερά το ελληνικό έπος του 1821 και να οικειοποιηθούν τον ηρωικό χαρακτήρα του. Βέβαια, οι επιδιώξεις και οι προτεραιότητες της πολιτείας που απεικονίζονται σε αυτήν την επιλογή της ύλης διαφοροποιούνται σε κάθε περίοδο και συνδέονται με τις ιδεολογικές συνιστώσες της εποχής. Οι εκάστοτε προθέσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής εγγράφονται εναργέστατα στο περιεχόμενο των συγκεκριμένων σχολικών βιβλίων, τα οποία διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διάδοση αξιών και την υιοθέτηση στάσεων και παρεμβαίνουν δυναμικά στην ιδεολογική ενσωμάτωση των μαθητών και μαθητριών στην κοινωνία.
Πολυξένη Μπίλλα
δ.φ., Σύμβουλος Β΄, Ι.Ε.Π.
Ο εθνικός εαυτός στα σχολικά λογοτεχνικά αναγνώσματα
Τα σχολικά λογοτεχνικά αναγνώσματα αποτελούν πεδίο συναίρεσης ιστορικών, κοινωνικών και αξιακών συμφραζομένων, τα οποία αναπλαισιώνονται ως σχολικός λόγος, επικαθορισμένος από τις πολιτικοκοινωνικές και ιδεολογικές συνιστώσες που ορίζουν το πλαίσιο επιλογής και ανθολόγησής τους. Οι συνιστώσες αυτές προσδιορίζουν και τους λόγους (discourses) περί έθνους, νοηματοδοτώντας τον εθνικό εαυτό, κατά τρόπο που στα σχολικά λογοτεχνικά αναγνώσματα ο λογοτεχνικός λόγος και το περικείμενό του να απηχούν αλλά και –κυρίως– να διαμορφώνουν τις όψεις αυτού του εαυτού. Στην εργασία αυτή, μέσω της κριτικής ανάλυσης της μακροδομής και του γλωσσικού πλαισίου των λογοτεχνικών αναγνωσμάτων, επιδιώκεται να αναδειχθεί ο παιδαγωγικός αλλά και επιτελεστικός ρόλος που αυτά ασκούν, κυρίως σε περιόδους που ο λόγος περί έθνους βρίσκεται στο προσκήνιο ιστορικών και ιδεολογικών ανακατατάξεων.
Πολυξένη Μπίστα
δ.φ., Σύμβουλος Α΄, Ι.Ε.Π.
«Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», μια “τολμηρή” μεταρρύθμιση στο μάθημα της λογοτεχνίας
Η μεταρρύθμιση του 1976 στην Παιδεία στόχευσε, από την αρχή, στην ανανέωση του μαθήματος της λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έως τότε στα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» η λογοτεχνία αποτελούσε ένα μέρος της ύλης του εγχειριδίου. Ο Λίνος Πολίτης από τους πρώτους διατύπωσε το αίτημα για «τολμηρή αναθεώρηση» των κειμένων που διδάσκονταν στο σχολείο. Παράλληλα ο Εμμανουήλ Κριαράς συνέδεσε άμεσα τη διδασκαλία της λογοτεχνίας με τη δημοτική γλώσσα, ανοίγοντας τον διάλογο για τα κριτήρια επιλογής κειμένων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε η συγγραφή των βιβλίων «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» για το Γυμνάσιο και το Λύκειο το 1977. Στην εισήγηση θα ανιχνευτεί ο ρόλος που διαδραμάτισε αυτή η σειρά σχολικών βιβλίων στην ανανέωση αλλά και την εδραίωση του μαθήματος της λογοτεχνίας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Μαρία Νικολοπούλου – Δώρα Μέντη
ΕΔΙΠ, Ε.Κ.Π.Α.
Ο ξένος, ο άλλος, ο διαφορετικός: Ταυτότητα και ετερότητα στα Ανθολόγια Λογοτεχνικών Κειμένων
Σκοπός της παρουσίασης είναι να εξετάσει τις αναπαραστάσεις της ετερότητας (λόγω φύλου, αναπηρίας, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλετικής καταγωγής, εθνικής καταγωγής και θρησκευτικών πεποιθήσεων) στα λογοτεχνικά κείμενα που εντάσσονται στα Ανθολόγια των Λογοτεχνικών Κειμένων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Τα συγκεκριμένα πεδία ετερότητας, τα οποία προστατεύονται από ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, απουσιάζουν ή παρουσιάζονται σε περιορισμένο βαθμό στα συγκεκριμένα σχολικά βιβλία. Η παρουσίαση εξετάζει τις αναπαραστάσεις ετερότητας που υπάρχουν στα εγχειρίδια και σε ποιο βαθμό αυτές ανταποκρίνονται στις ανάγκες και αντιλήψεις του παρόντος. Η σύνδεση των γραμματισμών και των κοινωνικών και πολιτισμικών πρακτικών που οι μαθητές αποκτούν εκτός σχολείου με τους γραμματισμούς και τις πρακτικές του σχολείου είναι προϋπόθεση για την επιτυχία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Για μαθητές που εμπίπτουν σε κάποιο πεδίο ετερότητας, αυτό είναι ακόμη πιο κρίσιμο, ώστε να νιώθουν ότι η ταυτότητά τους έχει θέση στη σχολική κοινότητα. Ο λόγος της λογοτεχνίας είναι ένα πρόσφορο μέσο για την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης, καθώς μέσα από την εναλλαγή οπτικών γωνιών, τη διαλογικότητα του λογοτεχνικού λόγου που ενσωματώνει ποικίλους κοινωνικούς λόγους και οπτικές, την απόδοση συναισθημάτων μπορεί να εξασκήσει τους μαθητές στο να κατανοούν τη θέση του άλλου, να σέβονται τα συναισθήματα και την οπτική του. Οι αναπαραστάσεις των διαφορετικών πεδίων ετερότητας στα λογοτεχνικά κείμενα είναι ένα κρίσιμο ζητούμενο και πολύτιμο εργαλείο σε μια περίοδο που τα ζητήματα αυτά αναδεικνύονται σε βασικά θέματα στη δημόσια σφαίρα, σχετικά με τα οποία συχνά προκύπτουν αντικρουόμενες απόψεις και στάσεις, που περνούν στις σχολικές τάξεις.
Μαρίτα Παπαρούση
Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Οικοδομώντας τον εαυτό μέσα από τα κείμενα των Ανθολογίων Λογοτεχνικών Κειμένων
Το εκπαιδευτικό υλικό, παράλληλα με τη λειτουργία του ως μέσου μετάδοσης της γνώσης, συνιστά ταυτόχρονα πολιτισμικό διαμεσολαβητή κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών, παραδοχών και αναπαραστάσεων και διαμορφωτικό παράγοντα των αξιολογικών στάσεων του μαθητή-αναγνώστη. Ενσαρκώνει αυτό που ο Raymond Williams ονόμασε «επιλεκτική παράδοση» (Williams, 1961), επικυρώνοντας και μεταφέροντας συγκεκριμένα γεγονότα, ιδανικά και παραδόσεις ως γνώση που αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης και ως πολιτισμική γνώση στη βάση της οποίας οι μαθητές θα σχηματίσουν την ατομική και συλλογική τους ταυτότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η σημασία εγχειριδίων όπως τα Ανθολόγια Λογοτεχνικών Κειμένων καθίσταται σαφής όσον αφορά την παραγωγή και την αναπαραγωγή ιδεών, αντιλήψεων, πεποιθήσεων και αρχών που παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση του εαυτού (ατομικού / σχεσιακού / συλλογικού). Ειδικότερα, αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης αποτελεί η ανάλυση των Ανθολογίων Λογοτεχνικών Κειμένων και των έξι τάξεων του Δημοτικού σχολείου αναφορικά με τα νοηματοδοτικά συστήματα που είναι εγγεγραμμένα σε αυτά. Θεωρώντας πως η αυτοαντίληψη είναι αδιαχώριστη από τις διαδικασίες με τις οποίες τα άτομα υιοθετούν και εξατομικεύουν τα νοηματοδοτικά συστήματα εντός των οποίων η εμπειρία θεωρείται σημαντική, η εστίαση του ενδιαφέροντος τίθεται στην επιλογή των κειμένων που απαρτίζουν τα Ανθολόγια. Εξετάζοντας το ενδεχόμενο να τα υιοθετήσουμε ως μέρος του προσωπικού νοηματοδοτικού συστήματος των μαθητών –του συστήματος εντός του οποίου ορίζουν τον εαυτό τους και τη σχέση τους με τον κόσμο– αυτό που ενδιαφέρει είναι: τι είδους κείμενα επιλέγονται και με ποια κριτήρια και τι είδους κείμενα αποκλείονται• ποιες αξίες και πεποιθήσεις είναι εγγεγραμμένες σε αυτά και ποιες έχουν καταστεί αόρατες• υπάρχει μία ενιαία και συνεκτική κοσμοαντίληψη που τα διαπερνά ή αντιτιθέμενοι μεταξύ τους τρόποι σκέψης;
Ιστορία
Γεώργιος Θώδης
ΜΑ Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας, Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
Η εικόνα των Οθωμανών Τούρκων, από την εμφάνισή τους έως και τις παραμονές της Επανάστασης του 1821, στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια ιστορίας
Το ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους για την οργάνωση και την ανάπτυξη ενός ποιοτικού εκπαιδευτικού συστήματος, εκδηλώνεται από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του. Κεντρικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτή, έχει το ζήτημα του περιεχομένου, της παραγωγής και της διάθεσης των σχολικών εγχειριδίων, της σχολικής εκδοχής της επιστημονικής γνώσης, τα οποία αναλαμβάνουν μεγάλο βάρος της προσπάθειας επίτευξης των σκοπών της εκπαίδευσης και της αγωγής, είτε αναφέρεται κανείς στη νεωτερική είτε στη μετανεωτερική εποχή της γνώσης. Ειδικότερα, όσον αφορά στη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας, τα σχολικά εγχειρίδια περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τρεις από τις σημαντικότερες πτυχές της κάθε εποχής: το πλαίσιο ανάπτυξης του επιστημονικού πεδίου, τις παιδαγωγικές αντιλήψεις και πρακτικές και τις νοοτροπίες της συγκεκριμένης κοινωνίας. Στην παρούσα εισήγηση, εξετάζεται η εικόνα των Οθωμανών Τούρκων, από την εμφάνισή τους έως και τις παραμονές της Επανάστασης του 1821, στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας. Σκοπός είναι η κριτική προσέγγιση του τρόπου παρουσίασής τους και ο εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών ως προς την παράθεση, τη διατιθέμενη έκταση, το περιεχόμενο και το περικείμενο του σχετικού υλικού στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια ιστορίας.
Χριστίνα Κουλούρη
Πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου
«Μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων». Η διδασκαλία της νεότερης ιστορίας κατά τον πρώτο αιώνα του ελληνικού κράτους
Η Νεότερη Ιστορία αποτέλεσε μέρος της διδακτέας ιστορικής ύλης από τη στιγμή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, το οποίο υιοθέτησε την παγιωμένη στη Δύση περιοδολόγηση της ιστορίας σε αρχαία, μέση και νεότερη. Ωστόσο, λόγω του καθεστώτος αυθαιρεσίας που επικρατούσε, επί πολλές δεκαετίες, στην έγκριση και συγγραφή των σχολικών εγχειριδίων, της έλλειψης αναλυτικών προγραμμάτων για το δημοτικό σχολείο και της ρευστότητας στην πανεπιστημιακή διδασκαλία της Ιστορίας, δεν παρατηρείται συνοχή στο ιστοριογραφικό σχήμα των σχολικών εγχειριδίων ιστορίας μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα. Στην παρούσα ανακοίνωση, θα διερευνήσω τη μετάβαση από μια σχολική ιστορία που αποτελεί μεταφορά ξένων προτύπων -μέσω και των μεταφρασμένων σχολικών βιβλίων- σε μια ελληνοκεντρική διδασκαλία η οποία επίσης μεταμορφώνεται στις αρχές του 20ού αιώνα -ιδιαίτερα κατά το μέρος που αφορά την αφήγηση της νεότερης περιόδου- μέσα από τις νέες ιστορικές εμπειρίες των Βαλκανικών Πολέμων, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού και της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής.
Αντώνης Ν. Μαστραπάς
δ.φ., Σύμβουλος Α΄, Ι.Ε.Π.
Ανατολικοί Λαοί και Αιγαιακή Προϊστορία: εξελίξεις στο πεδίο της έρευνας και στα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας
Αφετηρία για τη μελέτη του θέματος είναι το εκπαιδευτικό σύστημα, που καθιερώθηκε την Οθωνική περίοδο, και που συνέχισε με τις μετεξελίξεις του –απότοκες πολιτικών γεγονότων– να καθορίζει την ιστορική παιδεία των Νεοελλήνων. Η ιστορική παιδεία, ωστόσο, δεν διαμορφώθηκε μόνο από τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι επιστημονικές εξελίξεις, τόσο σε επίπεδο θεωρητικό όσο και πρακτικό.
Σκοπός μας, λοιπόν, είναι να παρακολουθήσουμε τον τρόπο αξιοποίησης της ιστορικής γνώσης στα σχολικά εγχειρίδια σχετικά με δύο θέματα από την Ιστορία του Αρχαίου Κόσμου: της Ιστορίας των Ανατολικών Λαών και της Αιγαιακής Προϊστορίας. Η ερευνητική αυτή προσπάθεια θα οδηγήσει στην εξαγωγή συμπερασμάτων που θα δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως:
• από πότε αξιοποιούνται οι συγκεκριμένες ιστορικές γνώσεις στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια;
• πόσο ακολουθούν τις επιστημονικές εξελίξεις;
• με ποιο τρόπο παρέχονται στα σχολικά εγχειρίδια οι γνώσεις για τους Ανατολικούς Λαούς και την Αιγαιακή Προϊστορία;
• ποιος είναι ο σκοπός της παροχής αυτών των γνώσεων;
Σκοπός μας, λοιπόν, είναι να παρακολουθήσουμε τον τρόπο αξιοποίησης της ιστορικής γνώσης στα σχολικά εγχειρίδια σχετικά με δύο θέματα από την Ιστορία του Αρχαίου Κόσμου: της Ιστορίας των Ανατολικών Λαών και της Αιγαιακής Προϊστορίας. Η ερευνητική αυτή προσπάθεια θα οδηγήσει στην εξαγωγή συμπερασμάτων που θα δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως:
• από πότε αξιοποιούνται οι συγκεκριμένες ιστορικές γνώσεις στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια;
• πόσο ακολουθούν τις επιστημονικές εξελίξεις;
• με ποιο τρόπο παρέχονται στα σχολικά εγχειρίδια οι γνώσεις για τους Ανατολικούς Λαούς και την Αιγαιακή Προϊστορία;
• ποιος είναι ο σκοπός της παροχής αυτών των γνώσεων;
Κατερίνα Νικολάου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ε.Κ.Π.Α.
«Τι είναι το Βυζάντιο» στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια. Από την «Ελληνική Αυτοκρατορία» στον εγκλωβισμό μεταξύ της ύστερης αρχαιότητας και της πρώιμης νεωτερικότητας
Το Βυζάντιο, ως τεχνικός όρος επινοήθηκε από έναν βιβλιοθηκάριο του 16ου αιώνα και εδραιώθηκε στη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ΄, για να περιγράψει το με έδρα την Κωνσταντινούπολη ανατολικό τμήμα του Ρωμαϊκού Κράτους, το οποίο προοδευτικά μετασχηματίστηκε στην αρχικά ελληνόφωνη και σταδιακά ελληνική μεσαιωνική αυτοκρατορία. Ως ιστορική περίοδος αλλά και διακριτό επιστημονικό πεδίο αποτέλεσε πρόβλημα ή έθεσε προβληματισμούς για τη μετάβαση από τον κόσμο της αρχαιότητας στον νέο ελληνισμό και το νέο ελληνικό κράτος. Παρά το γεγονός ότι βρήκε τη θέση του στο παραρρηγοπούλειο σχήμα προκάλεσε αμηχανία σχετικά με τον τρόπο προβολής και εξέτασής του στα σχολικά εγχειρίδια. Παράλληλα με την εξέλιξη της ιστοριογραφίας, αλλά συχνά με επιστημολογική αμφιθυμία, που εκφραζόταν είτε συμπλέοντας με τις επιστημονικές διαπιστώσεις είτε υπερακοντίζοντας σε εθνική έπαρση ή αρνητισμό και σκεπτικισμό, η βυζαντινή αυτοκρατορία αντιμετωπίστηκε με επιφυλάξεις, κατασκευασμένες προκαταλήψεις και σκοπιμότητες. Ως εκ τούτου άλλοτε έγινε προσπάθεια να εξαρθεί το αυτοκρατορικό μεγαλείο παραπέμποντας σε ελληνική δόξα και λαμπρότητα και άλλοτε η χιλιόχρονη ιστορία ενός κράτους συμπιέστηκε μεταξύ της υπερτονισμένης ύστερης αρχαιότητας και των αλλαγών και επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.
Στο πλαίσιο της ανακοίνωσης θα επιχειρηθεί η ανάδειξη χαρακτηριστικών σημείων αυτής της πορείας, συμβατών ή ασύμβατων με την εξέλιξη των βυζαντινών σπουδών σε διεθνές και εθνικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο της ανακοίνωσης θα επιχειρηθεί η ανάδειξη χαρακτηριστικών σημείων αυτής της πορείας, συμβατών ή ασύμβατων με την εξέλιξη των βυζαντινών σπουδών σε διεθνές και εθνικό επίπεδο.
Γιάννης Ξυδόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής, Α.Π.Θ.
Η πρόσληψη της Αρχαϊκής και της Κλασικής Εποχής στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας (19ος-20ος αι.)
Στόχος της σύντομης αυτής ανακοίνωσης είναι να παρουσιαστούν ακροθιγώς οι τάσεις που εκφράστηκαν μέσω των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας, στην περίοδο που ξεκινά από την ίδρυση και την παγίωση του νεοελληνικού κράτους μέχρι και το τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Η παρουσίαση επικεντρώνεται στην πρόσληψη δύο βασικών περιόδων της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, της Αρχαϊκής Εποχής και των Κλασικών Χρόνων. Ήδη από την επιλογή και διδασκαλία των πρώτων μεταφρασμένων στην ελληνική γερμανόγλωσσων εγχειριδίων, διαπιστώνεται ότι τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας που τυπώνονται για τα ελληνικά σχολεία αποτελούν «τόπους» εθνικής ταυτότητας, με σαφείς τις επιδράσεις από τα εκάστοτε ιστορικά συγκείμενα. Τα τελευταία, σε συνδυασμό και με θέματα που άπτονται της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας, καθόρισαν και τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης μέσα από την ανασκευή του παρελθόντος και τα γεγονότα που μνημονεύονται, όχι μόνον στον καθοριστικό πρώτο αιώνα της εθνοκρατικής ύπαρξης αλλά και αργότερα. Συνέβαλαν (και, ενδεχομένως, συμβάλλουν ακόμη) στην επιλεκτική παρουσίαση των γεγονότων που εντοπίζονται χρονικά στις υπό μελέτη περιόδους. Ωστόσο, η ιστορική πραγματικότητα διαφέρει από το παρελθόν, τη συλλογική μνήμη και τα μνημεία του παρελθόντος.
Έφη Συγκέλλου
Επίκουρη Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
«Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Μια αναδρομή στα σχολικά εγχειρίδια της βυζαντινής ιστορίας από τις αρχές του 20ού αι. κ.ε. αποδεικνύει την έμφαση που δίδεται στην αφήγηση της πολιτικής ιστορίας των Βυζαντινών. Από την ίδρυση του Βυζαντινού Κράτους μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (1453), περιγράφονται οι πολιτικές συνθήκες, τα πολεμικά γεγονότα και τα θρησκευτικά ζητήματα που διαμόρφωσαν το πλαίσιο της πολιτικής ιδεολογίας και ταυτότητας των Βυζαντινών. Πρόκειται για τις συνθήκες εκείνες που συνέβαλαν εν πολλοίς στην χιλιόχρονη επιβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από τη δεκαετία του 1920 κ.ε. εισάγονται στα σχολικά εγχειρίδια κεφάλαια που αφορούν στον πολιτισμό των Βυζαντινών. Η στροφή της δυτικής ιστοριογραφίας από την ιστορία των γεγονότων στην ιστορία των θεσμών και των πολιτισμών που είχε ξεκινήσει από τον προηγούμενο αιώνα (Ranke, Michelet κ.ά.) επηρέασε και τις αντίστοιχες τάσεις στον ελληνικό χώρο. Εδώ, ο Φαίδων Κουκουλές, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ερεύνησε τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Βυζαντινών, ανοίγοντας ένα νέο ερευνητικό πεδίο στην ιστορία του Βυζαντίου. Στα σχολικά εγχειρίδια παρεμβάλλονται όλο και περισσότερο κεφάλαια που σχετίζονται με την κοινωνία, την οικονομία, την παιδεία και την τέχνη. Η παρούσα ανακοίνωση παρακολουθεί τα σχετικά κεφάλαια παράλληλα με την εξέλιξη της έρευνας στο συγκεκριμένο πεδίο.
Τάσος Χατζηαναστασίου
Δρ. Ιστορίας, Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
Η εικόνα «του άλλου» στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας τον 20ό αιώνα
Αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης είναι η εικόνα «του άλλου», του ξένου, στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας τον 20ό αιώνα. Παρά τον έντονο εθνοκεντρισμό των παλιότερων σχολικών εγχειριδίων, τουλάχιστον ως τη Μεταπολίτευση του 1974, και παρά την ευρύτατα διαδεδομένη εντύπωση, αν όχι και πεποίθηση ότι «αναμενόμενα» οι ξένοι λαοί αντιμετωπίζονται απαξιωτικά και ίσως με περιφρόνηση, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Αυτό που κυρίως επικρατεί είναι ο σεβασμός στους άλλους λαούς, η κατά το δυνατόν ουδέτερη αντιμετώπισή τους με πολύ περιορισμένη χρήση επιθέτων και χαρακτηρισμών. Η εργασία μας διερευνά τις σχετικές αναφορές συσχετίζοντάς τες με την εκάστοτε πολιτική συγκυρία καθώς, αναπόδραστα, η πολιτική ηγεσία ελέγχει κάθε φορά και υπαγορεύει την αντίληψη που διέπει το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων. Κι αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα μονοσήμαντο και θα πρέπει να διερευνάται με προσοχή αν θέλουμε να έχουμε μία αντικειμενική εικόνα που να στηρίζεται στα πραγματικά δεδομένα και όχι σε όσα περιμένουμε «λογικά» να συμβαίνουν βάσει προκαθορισμένων ερμηνευτικών σχημάτων. Σε ό,τι αφορά την μεταπολιτευτική περίοδο, ο σεβασμός στην αντιμετώπιση του «άλλου» στα σχολικά εγχειρίδια του μαθήματος της Ιστορίας αποτελεί πλέον τον απαρέγκλιτο κανόνα χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση.
Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Καθηγητής, Ε.Κ.Π.Α.
Σκελετοί στο ντουλάπι: ακρίβεια, ανακρίβεια και επιστημονική μέθοδος στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας
Η εισήγηση θα αποτιμήσει τις συχνά, στον δημόσιο λόγο, διατυπούμενες υποθέσεις περί απόκρυψης ή αλλοίωσης στην ιστορική αποτύπωση γεγονότων στα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας που χρησιμοποιούνται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, απευθύνονται δηλαδή σε μαθητές/τριες μεγαλύτερης ηλικίας, συχνά δε και σε ενήλικους πολίτες. Θα υποστηριχθεί ότι, ειδικά μετά την εγκαθίδρυση της Τρίτης Δημοκρατίας, δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ σπάνιες στα εγχειρίδια της Ιστορίας: υπάρχει έντονη προσπάθεια να αποδίδονται έντιμα και με τρόπο συμβατό με την επιστημονική ιστοριογραφία τα γεγονότα και ιδιαίτερα αυτά που αφορούν την εθνική Ιστορία και τη σχέση του Ελληνικού Κράτους με τα άλλα μέλη της διεθνούς κοινότητας. Ελλείμματα, πάντως μπορούν να ανιχνευθούν σε άλλα επίπεδα, όπως η απόδοση των εξελίξεων που αφορούν την πρώιμη νεότερη περίοδο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ή εξελίξεων που συνδέονται με πολιτικές ευαισθησίες στο εσωτερικό της χώρας.
Μαθηματικά
Κωνσταντίνα Ζορμπαλά
Επίκουρη Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Σχολικά εγχειρίδια Γεωμετρίας στο Ελληνικό Κράτος τον 19ο αιώνα: Ξένες επιδράσεις και αυτόνομη πορεία
Μέσα από την ανάλυση των βιβλίων Γεωμετρίας, που διδάσκονταν στα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης (Ελληνικά Σχολεία και Γυμνάσια) στο νεοϊδρυθέν Ελληνικό Κράτος κατά τον 19ο, αρχές του 20ου αιώνα, θα καταγράψουμε δύο μεγάλες περιόδους στην εξέλιξη της σχολικής Γεωμετρίας. Η πρώτη χρονολογείται από τις αρχές λειτουργίας των Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων μέχρι το 1880 περίπου, κατά την οποία διδάσκονταν μεταφράσεις γαλλικών και γερμανικών εγχειριδίων Γεωμετρίας. Η δεύτερη περίοδος εκτείνεται από το 1880 μέχρι το 1930 περίπου, κατά την οποία έλληνες μαθηματικοί συγγράφουν τα διδασκόμενα σχολικά βιβλία Γεωμετρίας. Θα δείξουμε ότι στην πρώτη περίοδο, ακολουθώντας ξένα πρότυπα, υιοθετήθηκε μια κριτική στάση στη Γεωμετρία του Ευκλείδη. Στη δεύτερη περίοδο η ελληνική σχολική Γεωμετρία ακολούθησε μια εντελώς αυτόνομη πορεία. Λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στη μαθηματική επιστήμη επηρεάστηκε από τη Θεωρία του Hermann von Helmholtz και παρουσιάστηκε ως Θεωρία των Στερεών Σωμάτων.
Ιωάννης Θωμαΐδης
Δρ. Μαθηματικών, τ. Σχολικός Σύμβουλος
Το μακροβιότερο διδακτικό βιβλίο Μαθηματικών στην ελληνική εκπαίδευση
Το διδακτικό βιβλίο Άλγεβρας της Α΄ Λυκείου, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το σχολικό έτος 1990–1991, έχει συμπληρώσει τρεις δεκαετίες συνεχούς χρήσης και είναι πλέον το μακροβιότερο στην ιστορία της ελληνικής μαθηματικής εκπαίδευσης. Η ύλη του βιβλίου έχει υποστεί τα τελευταία 30 χρόνια αλλεπάλληλες περικοπές και προσθήκες κεφαλαίων ή ενοτήτων καθώς και αναδιατάξεις ή αναμορφώσεις οι οποίες αποτελούν σημαντικά τεκμήρια για τον σχεδιασμό της μαθηματικής εκπαίδευσης. Τα τεκμήρια αυτά είναι αποκαλυπτικά για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν τη συγκεκριμένη περίοδο από τα θεσμικά εκπαιδευτικά όργανα βασικά προβλήματα της διδασκαλίας των Μαθηματικών που συνδέονται με τη μετάβαση από το Γυμνάσιο στο Λύκειο.
Φραγκίσκος Καλαβάσης
Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Φαινομενολογικές επισημάνσεις για τις αλληλεπιδράσεις των σχολικών βιβλίων με τη μάθηση, τη διδασκαλία και την καλλιέργεια της μαθηματικής παιδείας στο σχολείο
Το σχολικό εγχειρίδιο των Μαθηματικών μοιάζει με τη κρυπτογραφημένη ζώνη της σπαρτιατικής σκυτάλης. Για να κατανοηθεί η πολυτροπική παρουσίαση του μαθηματικού περιεχομένου, θα πρέπει να διαταχθεί η αναγνωστική και αναγνωριστική διεργασία σύμφωνα με τη διδακτική αποβλεπτικότητα των συγγραφέων. Ανάμεσα σε επιστημονικό κείμενο και παιδαγωγικό εργαλείο, το εγχειρίδιο των Μαθηματικών δεν απευθύνεται ούτε στον μαθητή, ούτε στον εκπαιδευτικό, αλλά στη διδακτική σχέση ανάμεσα στον μαθητή, τον εκπαιδευτικό και την οικοδόμηση λογικο-μαθηματικής σκέψης. Μια σχέση πολύπλοκη, ευμετάβλητη, εύθραυστη. Πιο συγκεκριμένα, στη διδακτική σχέση και στον τρόπο που αυτή προσδιορίζεται από την εικόνα, την αξία και τη σημασία των Μαθηματικών μέσα στο σχολικό περιβάλλον και μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα μαζί με την ιδεολογία και τα στερεότυπα που αναπαράγει. Ένα διεπιστημονικό περιβάλλον που αλληλεπιδρά με το οικογενειακό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό του οικοσύστημα.
Μέσα σε αυτό το πλέγμα διεπιστημονικών και συστημικών αλληλεπιδράσεων, το σχολικό εγχειρίδιο των Μαθηματικών μετασχηματίζεται μαζί τη διδακτική-μαθηματική σχέση που θέλει να απεικονίσει και λαμβάνει την εκάστοτε μορφή της. Γίνεται ενδιαφέρον και ελκυστικό ή, αντίθετα, προκαλεί άγχος και φόβο. Συνεργάζεται με διδακτικά βοηθήματα της αγοράς ή περιθωριοποιείται από τη σκιώδη εκπαίδευση. Άλλοτε περνάει στη συλλογική μνήμη μαζί με το όνομα των συγγραφέων του, άλλοτε σκίζεται και πετιέται μαζί με την προσωπική ανάμνησή του. Το σχολικό εγχειρίδιο θέλει να αντιστοιχηθεί με την ποικιλία που εμφανίζουν οι αποδέκτες του, οι σχέσεις διδασκαλίας και μάθησης των Μαθηματικών. Επομένως να ανέχεται, να συμπεριλαμβάνει και να ενθαρρύνει την πολλαπλότητα των εκδοχών αυτής της ποικιλίας. Και να την επικοινωνεί με τα Μαθηματικά.
Μέσα σε αυτό το πλέγμα διεπιστημονικών και συστημικών αλληλεπιδράσεων, το σχολικό εγχειρίδιο των Μαθηματικών μετασχηματίζεται μαζί τη διδακτική-μαθηματική σχέση που θέλει να απεικονίσει και λαμβάνει την εκάστοτε μορφή της. Γίνεται ενδιαφέρον και ελκυστικό ή, αντίθετα, προκαλεί άγχος και φόβο. Συνεργάζεται με διδακτικά βοηθήματα της αγοράς ή περιθωριοποιείται από τη σκιώδη εκπαίδευση. Άλλοτε περνάει στη συλλογική μνήμη μαζί με το όνομα των συγγραφέων του, άλλοτε σκίζεται και πετιέται μαζί με την προσωπική ανάμνησή του. Το σχολικό εγχειρίδιο θέλει να αντιστοιχηθεί με την ποικιλία που εμφανίζουν οι αποδέκτες του, οι σχέσεις διδασκαλίας και μάθησης των Μαθηματικών. Επομένως να ανέχεται, να συμπεριλαμβάνει και να ενθαρρύνει την πολλαπλότητα των εκδοχών αυτής της ποικιλίας. Και να την επικοινωνεί με τα Μαθηματικά.
Μιχάλης Λάμπρου
Ομότιμος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Η διδασκαλία της Αριθμητικής στη σύγχρονη Ελλάδα
Ο Πλάτων στην "Πολιτεία" περιγράφει την τετράδα των μαθημάτων που αποτελείται από την Αριθμητική, την Γεωμετρία, την Αστρονομία και την Μουσική ως μία ουσιαστική φάση των σπουδών. Από τον Μεσαίωνα και μετά τα μαθήματα αυτά, το γνωστό "Quadrivium", καθιερώθηκε ως κεντρικό στοιχείο της Δυτικής Παιδείας.
Στην ομιλία μας θα επικεντρωθούμε στη διδασκαλία της Αριθμητικής με έμφαση στην Ελληνική πραγματικότητα. Ειδικότερα, θα εξετάσουμε τα βιβλία Αριθμητικής από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι τη σύγχρονη εποχή, στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, και θα καταλήξουμε με προτάσεις για το μέλλον.
Στην ομιλία μας θα επικεντρωθούμε στη διδασκαλία της Αριθμητικής με έμφαση στην Ελληνική πραγματικότητα. Ειδικότερα, θα εξετάσουμε τα βιβλία Αριθμητικής από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι τη σύγχρονη εποχή, στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, και θα καταλήξουμε με προτάσεις για το μέλλον.
Μιχάλης Λουλάκης
Καθηγητής, Ε.Μ.Π.
Δημήτρης Χελιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής, Ε.Κ.Π.Α.
Στοχαστικά Μαθηματικά στα σχολικά βιβλία: ευκαιρίες και κίνδυνοι
Τα Στοχαστικά Μαθηματικά (Πιθανότητες-Στατιστική) παρέχουν το κατάλληλο πλαίσιο και τα εργαλεία για την επίλυση πολύπλοκων προβλημάτων που εμφανίζονται σε εφαρμοσμένες επιστήμες, όπως η Χρηματοοικονομία και η Βιολογία. Η μικρή απόσταση των αντικειμένων της θεωρίας από τα φαινόμενα της πραγματικότητας επιτρέπει την ελκυστική παρουσίαση των Στοχαστικών Μαθηματικών και τη βιωματική κατανόησή τους από τους μαθητές. Στην ομιλία μας θα εξετάσουμε τη διαχρονική παρουσίαση των Πιθανοτήτων και της Στατιστικής στα σχολικά εγχειρίδια και θα αναδείξουμε τη σημασία της σωστής παρουσίασης και διδασκαλίας τους.
Σταύρος Γ. Παπασταυρίδης
Ομότιμος Καθηγητής, Ε.Κ.Π.Α.
Διδακτικά βιβλία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση : Διδάγματα της ιστορίας, προτάσεις για το μέλλον.
Στην εισήγησή μας θα ξεκινήσουμε με Διαπιστώσεις της Ιστορίας. Θα εξετάσουμε την περίοδο 1975-σήμερα, που υποδιαιρούμε σε δύο περιόδους, 1975-1986 και 1987 έως σήμερα. Κατά την περίοδο 1975-1986, τα μαθηματικά βιβλία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης γίνονταν αντικείμενο, (μέσα στη μαθηματική κοινότητα), πολλών κριτικών συζητήσεων που συνήθως ήταν επικριτικές. Η περίοδος 1987-σήμερα χαρακτηρίζεται από δύο κυρίως δράσεις: τη συγγραφή νέων βιβλίων Γυμνασίου-Λυκείου που εισήχθησαν το 1987-1992, και την συγγραφή νέων βιβλίων για το Γυμνάσιο, που έγινε περί το 2000-2005: οι δύο αυτές δράσεις δεν δημιούργησαν ιδιαίτερες τριβές.
Θα κλείσουμε τη διατύπωση κάποιων εκ των αρχών που η εμπειρία δείχνει ότι πρέπει να διέπουν τη συγγραφή:
• Τα διδακτικά βιβλία πρέπει να αξιολογούνται,
• θα πρέπει να συζητηθεί η δυνατότητα έκδοσης υπό μορφή .pdf.,
• θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν, το τι γίνεται σε άλλες χώρες.
• θα πρέπει να παρουσιασθούν ιστορικά στοιχεία της μαθηματικής επιστήμης σε συνδυασμό με την επιστήμη καθ’ εαυτή, φυσικά αυτά πρέπει και να διδάσκονται,
• στη συγγραφή θα πρέπει να μετέχουν μαθηματικοί πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι και μάχιμοι εκπαιδευτικοί,
• θα πρέπει να είναι «συντονισμένα» κατά το δυνατόν, με την Τριτοβάθμια εκπαίδευση,
• πρέπει να τονισθούν οι σχέσεις με άλλες επιστήμες.
Θα κλείσουμε τη διατύπωση κάποιων εκ των αρχών που η εμπειρία δείχνει ότι πρέπει να διέπουν τη συγγραφή:
• Τα διδακτικά βιβλία πρέπει να αξιολογούνται,
• θα πρέπει να συζητηθεί η δυνατότητα έκδοσης υπό μορφή .pdf.,
• θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν, το τι γίνεται σε άλλες χώρες.
• θα πρέπει να παρουσιασθούν ιστορικά στοιχεία της μαθηματικής επιστήμης σε συνδυασμό με την επιστήμη καθ’ εαυτή, φυσικά αυτά πρέπει και να διδάσκονται,
• στη συγγραφή θα πρέπει να μετέχουν μαθηματικοί πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι και μάχιμοι εκπαιδευτικοί,
• θα πρέπει να είναι «συντονισμένα» κατά το δυνατόν, με την Τριτοβάθμια εκπαίδευση,
• πρέπει να τονισθούν οι σχέσεις με άλλες επιστήμες.
Πετροπούλου Γεωργία
Ph.D Διδακτικής των Μαθηματικών, Σύμβουλος Α’, Ι.Ε.Π.
Οπτικές αναπαραστάσεις σε σχολικά εγχειρίδια Μαθηματικών
Δύο τάσεις κυριαρχούν στο γνωστικό πεδίο των Μαθηματικών και αντικατοπτρίζονται στα σχολικά εγχειρίδια των Μαθηματικών: η τάση προς αφαίρεση που επιζητεί τις λογικές σχέσεις με συστηματικό και διατεταγμένο τρόπο και η τάση προς τη διαισθητική κατανόηση που φωτίζει τις πολλαπλές όψεις και τα προβλήματα των Μαθηματικών. Η αφαιρετική τάση σχετίζεται με τα σύμβολα και τον φορμαλισμό, ενώ η διαισθητική τάση σχετίζεται με την οπτικοποίηση και τις οπτικές αναπαραστάσεις που, ιστορικά, αποτέλεσαν κεντρικό εργαλείο της μαθηματικής ανακάλυψης. Η συστηματική προσπάθεια για συνέπεια και αυστηρότητα στα Μαθηματικά, ειδικά κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, καθιέρωσαν τη φορμαλιστική προσέγγιση τόσο σε ό,τι αφορά στην επικοινωνία εντός της μαθηματικής κοινότητας, όσο και στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια. Η οπτικοποίηση περιβλήθηκε από μία ατμόσφαιρα δυσπιστίας, ενώ πολλοί μαθηματικοί πρότειναν να εγκαταλειφθεί. Τα τελευταία, όμως, χρόνια αναδεικνύεται μια τάση επαναφοράς της οπτικής προσέγγισης στη διδασκαλία και μάθηση των Μαθηματικών, τάση προερχόμενη κυρίως από τον χώρο των ερευνητών της μαθηματικής εκπαίδευσης. Στην εισήγηση θα παρουσιαστούν στοιχεία των δύο προσεγγίσεων στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια των Μαθηματικών με στόχο να αναδειχθεί κριτικά ο ρόλος που οι οπτικές αναπαραστάσεις – ή η απουσία τους – διαδραμάτισαν στη διδασκαλία και μάθηση των Μαθηματικών.
Χριστίνα Π. Φίλη
τ. Καθηγήτρια, Ε.Μ.Π.
Οι θέσεις του Κ. Καραθεοδωρή για τη διδασκαλία των Μαθηματικών στη Μέση Εκπαίδευση και το εγχειρίδιο Γεωμετρίας του Ι. Ν. Χατζιδάκη
Ο Κ. Καραθεοδωρή μετά την απώλεια του οράματος της Ιωνίας επαναδιορίζεται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατανοώντας όμως πως ο ορίζοντας για τις επιστημονικές του δραστηριότητες είναι εξαιρετικά περιορισμένος θα δεχθεί την πρόταση του Sommerfeld για να διδάξει στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και να διαδεχθεί τον Lindemann.
Ο Καραθεοδωρή θα παραμείνει στο Πανεπιστήμιο μέχρι τις 24 Μαΐου 1924. Σε μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του, θα δώσει στις 19 Μαΐου μία διάλεξη στην Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία, όπου θα εκθέσει τις θέσεις του για τη διδασκαλία των Μαθηματικών στην Μέση Εκπαίδευση, η οποία παρακολουθείται με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς επικεντρωμένος στην ελληνική πραγματικότητα, επισημαίνει πως η διδασκαλία πρέπει να συνδέεται με προσαρμοζόμενες με το περιβάλλον εφαρμογές της πρακτικής ζωής. Ολοκληρώνοντας την διάλεξή του προτείνει πώς πρέπει να ενισχυθεί η διδασκαλία της Γεωμετρίας και της Άλγεβρας.
Τα διδακτικά βιβλία του Ι. Ν. Χατζιδάκι για την Γεωμετρία και την Άλγεβρα με τις διαδοχικές εκδόσεις τους και την εύληπτη διατύπωσή τους ικανοποιούν και καλύπτουν τις επιταγές του Κ. Καραθεοδωρή.
Ο Καραθεοδωρή θα παραμείνει στο Πανεπιστήμιο μέχρι τις 24 Μαΐου 1924. Σε μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του, θα δώσει στις 19 Μαΐου μία διάλεξη στην Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία, όπου θα εκθέσει τις θέσεις του για τη διδασκαλία των Μαθηματικών στην Μέση Εκπαίδευση, η οποία παρακολουθείται με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς επικεντρωμένος στην ελληνική πραγματικότητα, επισημαίνει πως η διδασκαλία πρέπει να συνδέεται με προσαρμοζόμενες με το περιβάλλον εφαρμογές της πρακτικής ζωής. Ολοκληρώνοντας την διάλεξή του προτείνει πώς πρέπει να ενισχυθεί η διδασκαλία της Γεωμετρίας και της Άλγεβρας.
Τα διδακτικά βιβλία του Ι. Ν. Χατζιδάκι για την Γεωμετρία και την Άλγεβρα με τις διαδοχικές εκδόσεις τους και την εύληπτη διατύπωσή τους ικανοποιούν και καλύπτουν τις επιταγές του Κ. Καραθεοδωρή.
Φυσικές Επιστήμες
Ασημίνα Αντωναράκου
Καθηγήτρια, Ε.Κ.Π.Α.
Η Διδασκαλία των Γεωεπιστημών στο Εκπαιδευτικό Σύστημα: Μια διαχρονική θεώρηση και προοπτικές
Η Γεωλογία ξεκίνησε να διδάσκεται στο σχολείο το 1932 στο πλαίσιο φυσιογνωστικών μαθημάτων. Οι μαθητές, όμως, λαμβάνουν γνώσεις Γεωλογίας από το 1836 μέσα από τη διδασκαλία του μαθήματος Φυσική Ιστορία/Φυσιογνωσία, ενώ η Γεωλογία – Ορυκτολογία εμφανίζεται στα προγράμματα των Ελληνικών Σχολείων το 1884 και η πρώτη καταγραφή βιβλίου είναι το 1848 το «Εγχειρίδιον Ορυκτολογίας». Το μάθημα της Γεωλογίας και Ορυκτολογίας στο Πανεπιστήμιο διδάσκεται από το 1839.
Η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα με έντονη γεωλογική ιστορία και εξέλιξη και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η διδασκαλία της Γεωλογίας στο σχολείο είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στη χώρα μας, γεγονός το οποίο απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα με έντονη γεωλογική ιστορία και εξέλιξη και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η διδασκαλία της Γεωλογίας στο σχολείο είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στη χώρα μας, γεγονός το οποίο απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Γιώργος Ν. Βλαχάκης
Αναπληρωτής Καθηγητής, ΕΑΠ
Τα διδακτικά βιβλία Φυσικής στο Ελληνικό Κράτος μέχρι και λίγο μετά τη Μεταπολίτευση
Η ίδρυση του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους υπήρξε ένα σημείο τομής και για τη διδασκαλία της Φυσικής στον ελληνόφωνο πληθυσμό της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ξαφνικά η Φυσική φαίνεται να χάνει τον πρωτεύοντα ρόλο που είχε κατά την προεπαναστατική περίοδο, καθώς η γνώση της αποτελούσε κομβικό στοιχείο για την καταπολέμηση της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας, τη συμπόρευση με την Ευρώπη και την ανάδυση ενός πνεύματος ελευθερίας στο πλαίσιο της διαμορφούμενης εθνικής συνείδησης, και μοιάζει να περιθωριοποιείται ως γνωστικό αντικείμενο σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα αποστεωμένο, αδύναμο και ανεπαρκές.
Παρόλα αυτά από εκείνη τη στιγμή μέχρι και τη Μεταπολίτευση υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις διδακτικών εγχειριδίων Φυσικής που φαίνεται να ξεφεύγουν από την ατραπό της μετριότητας και να εγγράφονται στην ιστορία ως σχετικά τολμηρές προσπάθειες τόσο ως προς το γνωστικό περιεχόμενο όσο και ως προς την υποδηλούμενη επιστημολογική θεμελίωση και τη διδακτική μεθοδολογία.
Στην παρουσίασή μας θα εξετάσουμε, κατ’ ανάγκη ενδεικτικά, ορισμένες από αυτές τις καινοτόμες απόπειρες και σε αυτές, ίσως για πρώτη φορά, θα ενταχθούν και εγχειρίδια που δεν υπήρξαν επίσημα σχολικά βιβλία αλλά ως «βοηθήματα», για να χρησιμοποιήσουμε έναν κοινότοπο αλλά άδικο για πολλά από αυτά όρο, άφησαν το δικό τους αποτύπωμα στη μνήμη τουλάχιστον των μαθητών εκείνων που γοητεύτηκαν από τη Φυσική στο σχολείο ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος.
Παρόλα αυτά από εκείνη τη στιγμή μέχρι και τη Μεταπολίτευση υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις διδακτικών εγχειριδίων Φυσικής που φαίνεται να ξεφεύγουν από την ατραπό της μετριότητας και να εγγράφονται στην ιστορία ως σχετικά τολμηρές προσπάθειες τόσο ως προς το γνωστικό περιεχόμενο όσο και ως προς την υποδηλούμενη επιστημολογική θεμελίωση και τη διδακτική μεθοδολογία.
Στην παρουσίασή μας θα εξετάσουμε, κατ’ ανάγκη ενδεικτικά, ορισμένες από αυτές τις καινοτόμες απόπειρες και σε αυτές, ίσως για πρώτη φορά, θα ενταχθούν και εγχειρίδια που δεν υπήρξαν επίσημα σχολικά βιβλία αλλά ως «βοηθήματα», για να χρησιμοποιήσουμε έναν κοινότοπο αλλά άδικο για πολλά από αυτά όρο, άφησαν το δικό τους αποτύπωμα στη μνήμη τουλάχιστον των μαθητών εκείνων που γοητεύτηκαν από τη Φυσική στο σχολείο ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος.
Νίκη Ευελπίδου
Καθηγήτρια, Ε.Κ.Π.Α.
Tο μέλλον της χαρτογραφίας στα σχολικά εγχειρίδια
Η χαρτογραφία είναι η επικοινωνία ενός γεωγραφικού φαινομένου, δηλαδή η οπτική επικοινωνία. Η ανάγκη του ανθρώπου για συστηματική καταγραφή και ταξινόμηση των ιδιαίτερων στοιχείων της γήινης επιφάνειας, καθώς και η αναγκαιότητα διάθεσης ειδικών πληροφοριών που αφορούσαν στη γήινη επιφάνεια, ήταν οι αιτίες που οδήγησαν στην κατασκευή των πρώτων χαρτών, που απετέλεσαν την πρόδρομη μορφή των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ). Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών - ΓΣΠ (Geographic Information Systems - GIS) είναι μια οργανωμένη συλλογή μηχανικών υπολογιστικών συστημάτων, λογισμικού, χωρικών δεδομένων και ανθρώπινου δυναμικού που έχουν ως σκοπό τη συλλογή, καταχώρηση, ενημέρωση, διαχείριση, ανάλυση και απόδοση κάθε μορφής πληροφορίας που αφορά στο γεωγραφικό περιβάλλον. Εξελίχθηκαν μέσα από αιώνες χαρτογραφήσεων και συλλογής χωρικών δεδομένων.
Ο συνδυασμός των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών με την τυπική διαδικασία μάθησης στα σχολεία αποτελεί μία εναλλακτική μορφή διδασκαλίας. H τεχνολογία αυτή έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει σημαντικά στις ισχύουσες συνθήκες στην εκπαίδευση και να συνεισφέρει στην καλλιέργεια μίας νέας παιδαγωγικής αντίληψης με νέους βιωματικούς και πιο ενεργητικούς τρόπους μάθησης μέσα από την αλληλεπίδραση εκπαιδευτή -ΓΣΠ- μαθητή. Η ενσωμάτωση νέων τεχνολογικών μέσων στο σχολικό πρόγραμμα δημιουργεί ένα πρωτοπόρο περιβάλλον μάθησης, υψηλής ποιότητας και φιλικό προς τον μαθητή. Οι μαθητές κατανοούν έννοιες όπως συντεταγμένες, κλίμακα, φυσική γεωγραφία και φυσικές καταστροφές, ενώ έρχονται πιο κοντά στο περιβάλλον, αφού έχουν τη δυνατότητα να διαβάζουν ένα σύνθετο χάρτη. Καθώς τα ΓΣΠ συνδυάζουν χωρική και περιγραφική πληροφορία, έχουν ποικίλες εφαρμογές σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, καλύπτοντας διαφορετικές ανάγκες, σε μαθήματα, όπως η Γεωγραφία, η Γεωλογία, η Ιστορία και τα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.
Ο συνδυασμός των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών με την τυπική διαδικασία μάθησης στα σχολεία αποτελεί μία εναλλακτική μορφή διδασκαλίας. H τεχνολογία αυτή έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει σημαντικά στις ισχύουσες συνθήκες στην εκπαίδευση και να συνεισφέρει στην καλλιέργεια μίας νέας παιδαγωγικής αντίληψης με νέους βιωματικούς και πιο ενεργητικούς τρόπους μάθησης μέσα από την αλληλεπίδραση εκπαιδευτή -ΓΣΠ- μαθητή. Η ενσωμάτωση νέων τεχνολογικών μέσων στο σχολικό πρόγραμμα δημιουργεί ένα πρωτοπόρο περιβάλλον μάθησης, υψηλής ποιότητας και φιλικό προς τον μαθητή. Οι μαθητές κατανοούν έννοιες όπως συντεταγμένες, κλίμακα, φυσική γεωγραφία και φυσικές καταστροφές, ενώ έρχονται πιο κοντά στο περιβάλλον, αφού έχουν τη δυνατότητα να διαβάζουν ένα σύνθετο χάρτη. Καθώς τα ΓΣΠ συνδυάζουν χωρική και περιγραφική πληροφορία, έχουν ποικίλες εφαρμογές σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, καλύπτοντας διαφορετικές ανάγκες, σε μαθήματα, όπως η Γεωγραφία, η Γεωλογία, η Ιστορία και τα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.
Γιώργος Θυφρονίτης
Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Υπό το πρίσμα της ανοσολογίας
Η εισήγηση επιχειρεί μια προσέγγιση του περιεχομένου, του ύφους και της δομής των υπαρχόντων βιβλίων Βιολογίας, από την οπτική του αντικειμένου της Ανοσολογίας. Η επιλογή του συγκεκριμένου αντικειμένου απηχεί την επικαιρότητα και το επείγον του συγκεκριμένου αντικειμένου, και προσφέρεται για την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν συνολικά τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται το μάθημα της Βιολογίας, που εν πολλοίς καθορίζεται από την ποιότητα των σχολικών εγχειριδίων. Η πανδημία από την οποία βγαίνουμε μας δίδαξε πολλά μαθήματα. Το σπουδαιότερο από αυτά ήταν ότι ο πολίτης δεν διέθετε βασικές γνώσεις βιολογίας για να κατανοήσει τους κινδύνους και τις προκλήσεις της πανδημίας ή τις διέθετε, χωρίς όμως να μπορεί να τις εφαρμόσει στον δημόσιο και ατομικό βίο του. Βεβαίως η αδυναμία αυτή δεν περιορίζεται στη διδασκαλία της Βιολογίας, αφορά στο σύνολο των διδακτικών αντικειμένων. Όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Βιολογίας ως διδακτικού αντικειμένου επιβαρύνουν περαιτέρω το πρόβλημα. Πρώτον, τα βιολογικά φαινόμενα είναι σύνθετα και η κατανόησή τους απαιτεί τη συναίρεση γνώσεων από διαφορετικά αντικείμενα, εντός αλλά και εκτός της επιστημονικής πειθαρχίας της βιολογίας. Δεύτερον ο ρυθμός με τον οποίο προστίθεται νέα γνώση είναι απίστευτα ταχύς, έτσι ώστε να απαιτείται η συνεχής ανανέωση της διδακτικής ύλης. Εξετάζοντας λοιπόν πώς η ανοσολογία των σχολικών εγχειριδίων ανταπεξέρχεται στα δύο αυτά προβλήματα, μαθαίνουμε και πώς η βιολογία των σχολικών εγχειριδίων, επηρεάζει και διαμορφώνει την ποιότητα της διδασκαλίας της.
Θάνος Καψάλης
Βιολόγος, Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
Από τους ίουλους στην PCR
Η Βιολογία ως διακριτό διδακτικό αντικείμενο έχει εισαχθεί στην ελληνική εκπαίδευση περίπου από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Στο διάστημα που μεσολάβησε ως σήμερα έχει εκδοθεί περί τη μια δεκάδα σχολικών εγχειριδίων Βιολογίας για το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Παρά τις διαφορές τους, όπως π.χ. ότι μερικά συντάχθηκαν για να εξυπηρετήσουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών, ενώ άλλων το περιεχόμενο απετέλεσε ένα οιονεί πρόγραμμα σπουδών, παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, ως προς τη δομή, το περιεχόμενο, το ύφος, την εικονογράφηση κ.ά. Η εισήγηση εστιάζει στα χαρακτηριστικά αυτά, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο διαμόρφωσαν τη διδασκαλία του μαθήματος, με το βλέμμα του συντάκτη της που συνέπεσε εκτός από "αυτουργός" ενός εκ των εγχειριδίων αυτών, να τα έχει επί μακρόν διδάξει στη σχολική αίθουσα.
Κική Μακρή
Δρ. Γεωλογίας, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια, Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Η αποτύπωση των χαρτών στα σχολικά εγχειρίδια Γεωεπιστημών: 1900 - 1980
Αντικείμενο της εργασίας αποτελεί η εξέλιξη της απεικόνισης των χαρτών, στο περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων Γεωεπιστημών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Τα σχολικά βιβλία είναι πολυτροπικά κείμενα, επειδή περιλαμβάνουν τον συνδυασμό γλώσσας και εικόνων και θεωρούνται το κύριο μέσο για την αποκρυστάλλωση αρκετών συνοδευτικών εννοιών. Οι χάρτες ως, οπτικά στοιχεία του κειμένου, δίνουν μορφή στις επιστημονικές πληροφορίες, καθώς οργανώνουν τα δεδομένα, παρουσιάζουν δομές και σχέσεις και τελικά αναδιαμορφώνουν τις έννοιες. Η σπουδαιότητα των οπτικών μέσων έγκειται στη διευκόλυνση της μεταφορά της γνώσης από το οικείο στο μη οικείο, μέσω των αναλογιών που πηγάζουν από αυτούς.
Η μελέτη των χαρτών, ως οπτικά μέσα, σε σχέση με τον ιδεολογικό τους ρόλο στη διαμόρφωση συγκεκριμένων απόψεων για τον κόσμο, αποτελεί το βασικό ερευνητικό ερωτήματα της παρούσας εργασίας. Η εργασία επικεντρώνεται στην περίοδο 1900-1980 εξαιτίας του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει λόγω των σημαντικών βημάτων στην εξέλιξη της γεωλογικής επιστήμης και των πολλαπλών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Την ίδια περίοδο, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δέχεται πολλαπλές μεταρρυθμίσεις, όπου διαμορφώνονται οι συνθήκες για την προσαρμογή του σχολειού στις ανάγκες της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, καθιερώνεται η δωρεά παιδεία, η δημοτική γλώσσα και η εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Η υλοποίηση της εργασίας βασίζεται στην ποιοτική ανάλυση των σχολικών εγχειρίδιων Γεωλογίας, Φυσικής Ιστορίας και Φυσιογνωσίας, με αντικείμενο έρευνας τους γεωλογικούς και γεωγραφικούς χάρτες, οι οποίοι υπόκεινται σε σύγκριση του περιεχομένου τους και σε σχέση με τις αντίστοιχες επικρατούσες επιστημονικές θεωρίες που περιγράφουν.
Η μελέτη των χαρτών, ως οπτικά μέσα, σε σχέση με τον ιδεολογικό τους ρόλο στη διαμόρφωση συγκεκριμένων απόψεων για τον κόσμο, αποτελεί το βασικό ερευνητικό ερωτήματα της παρούσας εργασίας. Η εργασία επικεντρώνεται στην περίοδο 1900-1980 εξαιτίας του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει λόγω των σημαντικών βημάτων στην εξέλιξη της γεωλογικής επιστήμης και των πολλαπλών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Την ίδια περίοδο, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δέχεται πολλαπλές μεταρρυθμίσεις, όπου διαμορφώνονται οι συνθήκες για την προσαρμογή του σχολειού στις ανάγκες της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, καθιερώνεται η δωρεά παιδεία, η δημοτική γλώσσα και η εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Η υλοποίηση της εργασίας βασίζεται στην ποιοτική ανάλυση των σχολικών εγχειρίδιων Γεωλογίας, Φυσικής Ιστορίας και Φυσιογνωσίας, με αντικείμενο έρευνας τους γεωλογικούς και γεωγραφικούς χάρτες, οι οποίοι υπόκεινται σε σύγκριση του περιεχομένου τους και σε σχέση με τις αντίστοιχες επικρατούσες επιστημονικές θεωρίες που περιγράφουν.
Αβραάμ Μαυρόπουλος
Χημικός, Δρ. Φιλοσοφικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.
Το Σχολικό Εγχειρίδιο Χημείας στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1821- 2021
Στην εργασία αυτή γίνεται ιστορική μελέτη της «εξέλιξης» των σχολικών εγχειριδίων Χημείας, που χρησιμοποιήθηκαν στα ελληνικά σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, από το 1821 μέχρι το 2021,
• ως προς την έκταση και το είδος των περιεχομένων,
• ως προς την κοινωνική εγκυρότητά τους,
• ως προς την αναφορά τους σε πειράματα / πειραματικές δραστηριότητες.
Ακόμη γίνεται μελέτη: α) της χρονικής διάρκειας ισχύος της έγκρισης των βιβλίων αυτών και β) της πολιτικής της χρήσης ενός ή περισσότερων εγκεκριμένων βιβλίων.
Το σχολικό εγχειρίδιο έχει ως κύριο σκοπό να βοηθήσει τον μαθητή να κατακτήσει τους στόχους και τα μαθησιακά περιεχόμενα που περιλαμβάνονται στα σχετικά αναλυτικά προγράμματα, και κατά συνέπεια αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
• ως προς την έκταση και το είδος των περιεχομένων,
• ως προς την κοινωνική εγκυρότητά τους,
• ως προς την αναφορά τους σε πειράματα / πειραματικές δραστηριότητες.
Ακόμη γίνεται μελέτη: α) της χρονικής διάρκειας ισχύος της έγκρισης των βιβλίων αυτών και β) της πολιτικής της χρήσης ενός ή περισσότερων εγκεκριμένων βιβλίων.
Το σχολικό εγχειρίδιο έχει ως κύριο σκοπό να βοηθήσει τον μαθητή να κατακτήσει τους στόχους και τα μαθησιακά περιεχόμενα που περιλαμβάνονται στα σχετικά αναλυτικά προγράμματα, και κατά συνέπεια αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Παναγιώτης Πήλιουρας
Διδάκτωρ Διδακτικής Φυσικών Επιστημών, Σύμβουλος Α΄, Ι.Ε.Π.
Ο ρόλος των σχολικών εγχειριδίων των Φυσικών Επιστημών και κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητάς τους
Τα σχολικά εγχειρίδια θεωρούνται ως μια από τις βασικότερες συνιστώσες της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Είναι τα διαμεσολαβητικά εργαλεία μεταξύ των προθέσεων της πολιτείας, η οποία ορίζει τους σκοπούς και έχει την ευθύνη του αναλυτικού προγράμματος και της διδασκαλίας που λαμβάνει χώρα στη σχολική τάξη και υλοποιεί το αναλυτικό πρόγραμμα. Το σχολικό εγχειρίδιο είναι με βάση τις έρευνες το βασικότερο μέσο διδασκαλίας που χρησιμοποιούν εκπαιδευτικοί και μαθητές για να επιτευχθούν οι σκοποί διδασκαλίας και μάθησης του κάθε γνωστικού αντικειμένου. Οι τάσεις στη διεθνή μελέτη για τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες έδειξαν ότι κατά μέσο όρο περίπου το 40% του χρόνου διδασκαλίας χρησιμοποιείται από τους εκπαιδευτικούς για να διδάξουν από τα σχολικά εγχειρίδια.
Το σχολικό εγχειρίδιο στα μαθήματα των φυσικών επιστημών επιτελεί ταυτόχρονα πολλές λειτουργίες. Συγκεκριμενοποιεί πώς θα δομηθεί η μαθησιακή διαδικασία με κατάλληλες δραστηριότητες/μαθησιακά έργα που υλοποιούνται βάσει ποικίλων διδακτικών εργαλείων. Προωθεί ρητά ή άρρητα μια ερμηνεία ή διαφορετικά, συγκεκριμένες απόψεις για τη φύση των φυσικών επιστημών στους/στις διδάσκοντες/διδάσκουσες, τους/τις μαθητές/μαθήτριες και τους γονείς. Μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο μετασχηματισμού των διδακτικών πρακτικών των εκπαιδευτικών προς τις επιθυμητές επιστημολογικές, κοινωνιολογικές και παιδαγωγικές διαστάσεις της μαθησιακής διαδικασίας. Έχει εξέχοντα ρόλο στην επιδίωξη για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και σε πολλές χώρες θεωρείται το πιο σημαντικό εργαλείο για την εφαρμογή τους. Μερικές βασικές παράμετροι/κριτήρια που εξετάζονται για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού σχολικού εγχειριδίου στα μαθήματα των φυσικών επιστημών είναι η επιστημονική εγκυρότητα, που οδηγεί σε συζητήσεις και επιλογές οι οποίες αφορούν το διδακτικό μετασχηματισμό του γνωστικού αντικειμένου, καθώς και η κοινωνιολογική εγκυρότητα. Ακόμη, βασικά κριτήρια είναι η παιδαγωγική και η διδακτική εγκυρότητα. Αυτές σχετίζονται με ζητήματα, όπως η αναπλαισίωση της επιστημονικής γνώσης σε σχολική, η επιλογή σύγχρονων και ερευνητικά δοκιμασμένων μεθόδων διδασκαλίας, η χρήση επιπέδων γλώσσας ανάλογα με την ηλικία των μαθητών κ.ά. Τέλος, σημαντικά κριτήρια αποτελούν η συμφωνία του σχολικού εγχειριδίου με το αναλυτικό πρόγραμμα, η λειτουργική δομή και οργάνωση του σχολικού εγχειριδίου, ο βαθμός που το σχολικό εγχειρίδιο προάγει την αυτενέργεια των μαθητών, η λειτουργικότητά του, η τεχνική αρτιότητα και η αισθητική του εμφάνιση.
Το σχολικό εγχειρίδιο στα μαθήματα των φυσικών επιστημών επιτελεί ταυτόχρονα πολλές λειτουργίες. Συγκεκριμενοποιεί πώς θα δομηθεί η μαθησιακή διαδικασία με κατάλληλες δραστηριότητες/μαθησιακά έργα που υλοποιούνται βάσει ποικίλων διδακτικών εργαλείων. Προωθεί ρητά ή άρρητα μια ερμηνεία ή διαφορετικά, συγκεκριμένες απόψεις για τη φύση των φυσικών επιστημών στους/στις διδάσκοντες/διδάσκουσες, τους/τις μαθητές/μαθήτριες και τους γονείς. Μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο μετασχηματισμού των διδακτικών πρακτικών των εκπαιδευτικών προς τις επιθυμητές επιστημολογικές, κοινωνιολογικές και παιδαγωγικές διαστάσεις της μαθησιακής διαδικασίας. Έχει εξέχοντα ρόλο στην επιδίωξη για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και σε πολλές χώρες θεωρείται το πιο σημαντικό εργαλείο για την εφαρμογή τους. Μερικές βασικές παράμετροι/κριτήρια που εξετάζονται για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού σχολικού εγχειριδίου στα μαθήματα των φυσικών επιστημών είναι η επιστημονική εγκυρότητα, που οδηγεί σε συζητήσεις και επιλογές οι οποίες αφορούν το διδακτικό μετασχηματισμό του γνωστικού αντικειμένου, καθώς και η κοινωνιολογική εγκυρότητα. Ακόμη, βασικά κριτήρια είναι η παιδαγωγική και η διδακτική εγκυρότητα. Αυτές σχετίζονται με ζητήματα, όπως η αναπλαισίωση της επιστημονικής γνώσης σε σχολική, η επιλογή σύγχρονων και ερευνητικά δοκιμασμένων μεθόδων διδασκαλίας, η χρήση επιπέδων γλώσσας ανάλογα με την ηλικία των μαθητών κ.ά. Τέλος, σημαντικά κριτήρια αποτελούν η συμφωνία του σχολικού εγχειριδίου με το αναλυτικό πρόγραμμα, η λειτουργική δομή και οργάνωση του σχολικού εγχειριδίου, ο βαθμός που το σχολικό εγχειρίδιο προάγει την αυτενέργεια των μαθητών, η λειτουργικότητά του, η τεχνική αρτιότητα και η αισθητική του εμφάνιση.
Γεωργία Φέρμελη
Δρ. Γεωεπιστημών, Σύμβουλος Α΄ Φυσικών Επιστημών, Ι.Ε.Π.
Η διδασκαλία των γεωεπιστημών στην Ελλάδα, μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια (Μια ιστορική αναδρομή, 1830-2021)
Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μια σύντομη αναδρομή της πορείας της διδασκαλίας των γεωεπιστημών, μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια που αξιοποιήθηκαν στο ελληνικό σχολείο από τη σύσταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους έως σήμερα.
Σε αυτήν την πορεία, η διδασκαλία των γεωεπιστημών πέρασε από διάφορες φάσεις, παρουσία εξειδικευμένων μαθημάτων, ενίσχυση θεματικής διδασκαλίας μέσα από άλλα γνωστικά αντικείμενα και μια σειρά καινοτομιών και πρωτοβουλιών αλλά και περιόδους εκκωφαντικής απουσίας.
Στο άρθρο επιχειρείται και μία επιλεκτική περιήγηση/παρουσίαση βιβλίων σταθμών της γεωεπιστημονικής εκπαίδευσης, τα οποία επέδρασαν στον τρόπο σκέψης αλλά και αντίληψης του γεωπεριβάλλοντος και του ορυκτού πλούτου της χώρας μας για χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες. Αξιοσημείωτο είναι ότι ορισμένα εκ των παλαιοτέρων σχολικών εγχειριδίων, περιλαμβάνουν και πλούσιο εικονιστικό υλικό (με τη μέθοδο της χαρακτικής) και θα μπορούσε κάποιος να τα χαρακτηρίσει «πολύτιμα», όχι μόνο για την ιστορική τους αξία, την επιστημονική τους εγκυρότητα και την προσπάθεια «αναπλαισίωσης» της επιστημονικής γνώσης στη σχολική εκδοχή της, αλλά και για την καλλιτεχνική τους διάσταση.
Η διδασκαλία των γεωεπιστημών επίσης συνέβαλε στην ευαισθητοποίηση των μαθητών και μαθητριών για την προστασία της φυσικής και γεωλογικής κληρονομιάς, στην ενημέρωση για την προστασία τους από φυσικές καταστροφές που είναι συνήθεις στη χώρα μας (σεισμοί, ...), αλλά και στην κατανόηση της ουσιαστικής συμβολής των γεωεπιστημών στο κοινωνικό «γίγνεσθαι».
Σε αυτήν την πορεία, η διδασκαλία των γεωεπιστημών πέρασε από διάφορες φάσεις, παρουσία εξειδικευμένων μαθημάτων, ενίσχυση θεματικής διδασκαλίας μέσα από άλλα γνωστικά αντικείμενα και μια σειρά καινοτομιών και πρωτοβουλιών αλλά και περιόδους εκκωφαντικής απουσίας.
Στο άρθρο επιχειρείται και μία επιλεκτική περιήγηση/παρουσίαση βιβλίων σταθμών της γεωεπιστημονικής εκπαίδευσης, τα οποία επέδρασαν στον τρόπο σκέψης αλλά και αντίληψης του γεωπεριβάλλοντος και του ορυκτού πλούτου της χώρας μας για χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες. Αξιοσημείωτο είναι ότι ορισμένα εκ των παλαιοτέρων σχολικών εγχειριδίων, περιλαμβάνουν και πλούσιο εικονιστικό υλικό (με τη μέθοδο της χαρακτικής) και θα μπορούσε κάποιος να τα χαρακτηρίσει «πολύτιμα», όχι μόνο για την ιστορική τους αξία, την επιστημονική τους εγκυρότητα και την προσπάθεια «αναπλαισίωσης» της επιστημονικής γνώσης στη σχολική εκδοχή της, αλλά και για την καλλιτεχνική τους διάσταση.
Η διδασκαλία των γεωεπιστημών επίσης συνέβαλε στην ευαισθητοποίηση των μαθητών και μαθητριών για την προστασία της φυσικής και γεωλογικής κληρονομιάς, στην ενημέρωση για την προστασία τους από φυσικές καταστροφές που είναι συνήθεις στη χώρα μας (σεισμοί, ...), αλλά και στην κατανόηση της ουσιαστικής συμβολής των γεωεπιστημών στο κοινωνικό «γίγνεσθαι».